αναχαράζω [anaxa’razo]

αναχαράζω [anaxa’razo]: μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω].

Και: https://ilialang.gr/αναχαράσσω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από