αναγαλακούνου [anaγala’kunu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακούνου (άγνωστη ετυμολογία].
αναγαλακούνου [anaγala’kunu]
από
Ετικέτες:
αναγαλακούνου [anaγala’kunu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακούνου (άγνωστη ετυμολογία].
από
Ετικέτες: