αμπολάω [ambo’lao]: αμολάω, αφήνω: ‘Αμπόλα τον, δεν είναι στα καλά του’ (άφησέ τον ήσυχο) [βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare ‘χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ].
Και: https://ilialang.gr/αμολάω/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i