αμολάω [amoꞋlao]: αφήνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο, ανεμπόδιστο, απολύω. [βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι’) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ].