αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]

αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]: η δοσοληψία, η συναλλαγή. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].

Και: https://ilialang.gr/αλισβερίσι-το-alizverisi/


Δημοσιεύτηκε

σε

από