αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]: η δοσοληψία, η συναλλαγή. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].
αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]
από
Ετικέτες:
αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]: η δοσοληψία, η συναλλαγή. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].
από
Ετικέτες: