αλισβερίσι, το [alizve’risi]

αλισβερίσι, το [alizve’risi]: εμπορική συναλλαγή: ‘Δεν θέλω αλισβερίσα μαζί του’ [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].

Και: https://ilialang.gr/αλισιβερίσι-το/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από