αγριάδα, η [aꞋγriaða]

αγριάδα, η [aꞋγriaða]: α. είδος αγριόχορτου (ζιζανίου). β. έκφραση οργής, θυμού, επιθετικότητας. [άγρι(ος) -άδα].

Και: https://ilialang.gr/αγριάδα-η·-αγριγιάδα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από