αγριάδα, η [aꞋγriaða]: α. είδος αγριόχορτου (ζιζανίου). β. έκφραση οργής, θυμού, επιθετικότητας. [άγρι(ος) -άδα].
αγριάδα, η [aꞋγriaða]
από
Ετικέτες:
αγριάδα, η [aꞋγriaða]: α. είδος αγριόχορτου (ζιζανίου). β. έκφραση οργής, θυμού, επιθετικότητας. [άγρι(ος) -άδα].
από
Ετικέτες: