αγουρίδα, η [aγuꞋriða]

αγουρίδα, η [aγu’riða]: γεύση άγουρου φρούτου: ‘Σκέτη αγουρίδα είναι τούτο δω το φρούτο’ (άνοστο). [άγουρ(ος) –ίδα].

Και: https://ilialang.gr/αγουρίλα-η/

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από