αγκρουμάζουμαι [aŋgruꞋmazume]: κρυφακούω. [αρχ. ἐπακροῶμαι ‘ακούω προσεκτικά’ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `’κοιτάζω προσεκτικά’ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι ‘κοιτάζω με καχυποψία’) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ – κρεμάζω, κοπιώ – κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)].