αγκομαχάω [aŋgoma’xao]

αγκομαχάω [aŋgoma’xao]: βογκάω από  τον κόπο, από την εξάντληση, την κούραση. [<αγκώνω + μαχώ. H λ. στο Somav. και σήμ.].

Και: https://ilialang.gr/αγκομαχάου/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από