αγκομαχάου [agomaꞋxau]: ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω. [μσν. αγκομαχ(ώ) -άου < ελνστ. ὀγκ(ῶ) ‘τεντώνω’ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ].
αγκομαχάου [agomaꞋxau]
από
Ετικέτες: