άωρος, -η, -ο [‘aoros]: ανώριμος, ο άγουρος: ‘Άωροι καρποί’. [αρχ. άωρος ‘άκαιρος’].
Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άγουλο-το/
άωρος, -η, -ο [‘aoros]: ανώριμος, ο άγουρος: ‘Άωροι καρποί’. [αρχ. άωρος ‘άκαιρος’].
Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άγουλο-το/
από
Ετικέτες: