άρμη, η [‘armi]: τα τρίμματα τυριού μαζί με το πηχτό υγρό κατάλοιπο τυριού. [μσν. άρμη < αρχ. ἅλμη με τροπή [l > r] πριν από σύμφ· αρχ. ἅλμη].
Όπως και: https://ilialang.gr/σαλαμούρα-η-salamura/
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf