Ετικέτα: ΤΣΙΤΑΚΙΣΜΟΣ
-
τσούκνα, η [‘tʃukna]
τσούκνα, η [‘tʃukna]: υφαντό αμάνικο πανωφόρι. [< σλαβ. sykno ‘τσόχα, κετσές’ -α].
-
τσουλώνω [tʃu’lono]
τσουλώνω [tʃu’lono]: σηκώνω τα χείλη [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουρλώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσούνα, η [‘tʃuna]
τσούνα, η [‘tʃuna]: τα γεννητικά όργανα παιδιού. [αλβ. tşuni ‘το αγόρι΄].
-
τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]
τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]: ομορφοκόριτσο.’Είναι μια τσουπαρώνα αυτή!’ [< τσούπ(α) –άρ(α) -ώνα].
-
τσοκάνι, το [ʃo’kani]
τσοκάνι, το [ʃo’kani]: το κουδούνι των προβάτων < [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τροκάνι-το-trokani/
-
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]: πολύ ξερό ψωμί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίτσα, η [‘tʃitʃa]
τσίτσα, η [‘tʃitʃa]: ξύλινο, στρογγυλό δοχείο, με επίπεδες πλευρές, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί. [ίσως σλαβ. tsitsa (πρβ. βουλγ. tsitsa, tsitska ‘μαστός, ρώγα΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]: τηγανίζω. [ηχομημ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]: αυτός που έχει μικρή μύτη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]: α. σκαμνί από κορμό δέντρου. β. ρόζος στο ξύλο. ‘Γέμισε με τσιούμπια’ (γέμισε με ρόζους). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]
τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]: α. είδος μικρού ωδικού πτηνού. β. (μτφ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα: ‘Αυτό το κορίτσι είναι σαν τσιλιβήθρα!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίλικος [‘tʃilikos]
τσίλικος, -η, -ο [‘tʃilikos]: α. για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: ‘Tσίλικο εικοσάδραχμο’. β. δυνατός. [τουρκ. çil -ικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιάμ τσιριρίμ, το [tʃamtʃiri’rim]
τσιάμ τσιριρίμ, το [ʃamʃiri’rim]: παιδικό παιχνίδι.
-
τσιατουμάς, ο [tʃatu’mas]
τσιατουμάς, ο [tʃatu’mas]: εσωτερικός λεπτός τοίχος με καλάμια. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]
τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]: α. (συνήθ. πληθ.) κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. β. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο. [τσιγαρ(ίζω) -ίδα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίκα, η [‘tʃika]
τσίκα, η [‘tʃika]: η σπίθα της φωτιάς. [ηχομιμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]: τα ξερόκλαδα που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]
τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]: βαμβακερό υφαντό μαντήλι με λουλούδια, κεφαλομάντηλο: ”Εβαλε την τσεμέρα της και βγήκε’. [τουρκ. çember -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσέπι, το [‘tʃepi]
τσέπι, το [‘tʃepi]: το κέρατο.
-
τσούπρα, η [‘tʃupra]
τσούπρα, η [‘tʃupra]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/