Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ
-
αμανάτι, το [amaꞋnati]
αμανάτι, το [amaꞋnati]: αφήνω κάτι ως ενέχυρο, υποθήκη. [τουρκ. amanat, emanet ‘αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη’ (από τα αραβ.) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλμπάνης, ο [aꞋlbanis]
αλμπάνης, ο [a’lbanis]: α. πεταλωτής. β. (μτφ.) άπειρος και αδέξιος: ‘Μπαγάσα, είσαι μπίτι αλμπάνης’. [τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]
αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]: η δοσοληψία, η συναλλαγή. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Και: https://ilialang.gr/αλισβερίσι-το-alizverisi/
-
άλικο, το [Ꞌaliko]
άλικο, το [Ꞌaliko]: το κατακόκκινο. [τουρκ. al -ικο].
-
αλατζάς, ο [alaꞋndzas]
αλατζάς, ο [ala’ndzas]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: ‘Φουστάνι από αλατζά’. [τουρκ. alaca -ς]. (Κανελλακόπουλος).
-
αλάνα, η [aꞋlana]
αλάνα, η [aꞋlana]: το ξέφραγο χωράφι. [αλάν(ι) ‘ανοιχτός χώρος’ μεγεθ. -α < τουρκ. alan -ι].
-
αγιάζι, το [aꞋʝazi]
αγιάζι, το [aꞋʝazi]: η νυκτερινή έντονη ψύχρα με υγρασία: ‘Τη νύχτα που πέφτει το αγιάζι’. [τουρκ. ayaz -ι].
-
χούκι, το [‘xuki]
χούκι, το [‘xuki]: η συνήθεια. [τουρκ. hu(κ)y].
-
χαμπέρι, το [xa’mberi]
χαμπέρι, το [xa’mberi]: το νέο: ‘Μου είπε τα χαμπέρια σου’. [τουρκ. (διαλεκτ. ) habar < haber (από τα αραβ.) -ι].
-
χαμάλης, ο [xa’malis]
χαμάλης, ο [xa’malis]: αυτός που δουλεύει χωρίς πληρωμή [τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης].
-
χαϊβάνι, το [xai’vani]
χαϊβάνι, το [xai’vani]: ο χαζός. [τουρκ. hayvan (από τα περσ.) -ι].
-
χαγιάτι, το [xa’ʝati]
χαγιάτι, το [xa’ʝati]: στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του. [τουρκ. hayat ‘σκεπασμένη αυλή΄ (από τα αραβ.) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαβάνι, το [xa’vani]
χαβάνι, το [xa’vani]: α. εργαλείο που κόβει τον καπνό. β. το γουδί, μπρούτζινο σκεύος για το τρίψιμο του αλατιού ή πιπεριού. [τουρκ. havan -ι].
-
φιντάνι, το [fi’dani]
φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν].
-
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]: στρίμωγμα, ό ένας επάνω στον άλλον. [τσουβαλ(ιάζω) -αρία < τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι].
-
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]: μικρό παιδάκι ή ζώο. [ίσως, τουρκ. küçük].
-
τσόλι, το [‘tʃoli]
τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].
-
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].
-
τσατάλα, η [tsa’tala]
τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
-
τσάρκος, ο [‘tsarkos]
τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].