Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ
-
ζουμπάς, ο [zu’mbas]
ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς]. Και: https://ilialang.gr/στουμπάς-ο-stumbas/
-
ζουμπός [zu’mbos]
ζουμπός, -ή, -ό [zu’mbos]: ο καμπούρης. [τουρκ. zιmba -ος].
-
ζιούμπα, η [‘zʝumba]
ζιούμπα, η [‘zʝumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζούμπα-η-zumba/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]
ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]: ο σκανταλιάρης. [τουρκ. zevzek ‘ανόητος’ -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζάπισμα, το [‘zapizma]
ζάπισμα, το [‘zapizma]: χτύπημα. [ίσως, τουρκ. zâbit ‘αστυνομικό όργανο’ -ισμα].
-
ζαπώνω [za’pono]
ζαπώνω [za’pono]: καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα,. [τουρκ. zaptiye -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζαγάρι, το [za’γari]
ζαγάρι, το [za’γari]: α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): ‘Φύγε από δω βρε ζαγάρι’. [μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν ‘κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζαΐμης, ο [za’imis]
ζαΐμης, ο [za’imis]: εισπράκτορας. [τουρκ. zaîm -ης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δεφτέρι, το [ðe’fteri]
δεφτέρι, το [ðe’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/τεφτέρι-το-tefteri/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
διαγουμίζω [ðʝaγu’mizo]
διαγουμίζω [ðʝaγu’mizo]: λεηλατώ, αρπάζω [μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) ‘διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς ‘λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γρέκι, το [‘γreki]
γρέκι, το [‘γreki]: το σπίτι του τσοπάνη: ‘Μαζώχτηκε κι επήγε στο γρέκι του’. [< τουρκ. eğrek ‘αυλάκι’ -ι].
-
γουλάς, ο [γu’las]
γουλάς, ο [γu’las]: τόπος με ακρόπολη, με φρούριο. [< αραβοτουρκ. kule. Πβ. και γούλαιον. Ο τ. γούλας και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (‑ά) και σήμ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γνατώνω [γna’tono]
γνατώνω [γna’tono]: πεισμώνω. [τουρκ. inat ‘πείσμα’ < ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκεσέμι, το [ge’semi]
γκεσέμι, το [ge’semi]: κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. [τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα – γκαμήλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκιουγούμι [ɟu’γumi]
γκιουγούμι [ɟu’γumi]: ο ευτραφής, εύσωμος. [ίσως, τουρκ güğüm ‘κανάτα’ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιορντάνι, το [ʝo’rdani]
γιορντάνι, το [ʝo’rdani]: περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά. [τουρκ. gerdan ‘λαιμός΄-ι (πρβ. λόγ. τουρκ. gerdenbend ‘περιδέραιο΄) -ι ([e > o] ίσως από επίδρ. του [r], [g > j];)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιούκος, ο [‘ʝukos]
γιούκος, ο [‘ʝukos]: στοίβα από κλινοσκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια κτλ. [τουρκ. yük -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιούρια [‘ʝurʝa]
γιούρια [‘ʝurʝa]: (επιφ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός. [τουρκ. yürü ‘προχώρα΄-ια (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.].
-
γιουρούκι, το [ʝu’ruki]
γιουρούκι, το [ʝu’ruki]: ο άξεστος, αγράμματος. [τουρκ. yürük ‘ταχύς’ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γιατάκι, το [ʝa’taki]
γιατάκι, το [ʝa’taki]: α. το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος. β. το κατάλυμα: ‘Τραβήξαμε για το γιατάκι μας’. [τουρκ. yatak -ι]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf