Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ

  • πάλα, η [‘pala]

    πάλα, η [‘pala]: πλατύ και κυρτό σπαθί. [τουρκ. pala (προφ. [palá] ) με μετακ. τόνου(;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • όπαλα [‘opala]

    όπαλα [‘opala] (επιφ.) : συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού.  [τουρκ. hoppala ‘μπρος, πήδα΄].

  • ντουντούκα, η [du’duka]

    ντουντούκα, η [du’duka]: α. χωνί: ‘Πήρε τη ντουντούκα του για να βάλει λάδι’. β. είδος παιδικής τρομπέτας. [τουρκ. düdük -α κατά το φλογέρα].

  • ντούνια, τα [‘duɲa]

    ντούνια, τα [‘duɲa]: τα νιάτα: ‘Είναι στα ντούνια του’. [τουρκ düzen ‘τάξη, αρμονία’].

  • ντιπ [‘dip]

    ντιπ [‘dip]: (επίρρ. τροπ.) τελείως, ολότελα: ‘Είναι ντιπ για ντιπ χαζός’. [τουρκ. dip ‘πάτος, κατώτατο σημείο΄].  

  • ντερβίσης, ο [de’rvisis]

    ντερβίσης, ο [de’rvisis]: ο εξηγημένος, ο λεβέντης: ‘Ήταν και λεβέντης και ντερβίσης’. [τουρκ. dervis, περσ. προέλ. Ο τ. (Du Cange, τερβήσιδες) και τ. ντερμπ σήμ. κρητ. Η λ. και τ. δ και σήμ.].

  • ντερλικώνω [derli’kono]

    ντερλικώνω [derli’kono]: τρώω υπερβολικά. [τουρκ. dirlik ‘άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ντέρτι, το [‘derti]

    ντέρτι, το [‘derti]: στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: ‘Έχει ντέρτια και σεβντά’. [τουρκ. dert (από τα περσ.) -ι].

  • νταλκάς, ο [da’lkas]

    νταλκάς, ο [da’lkas]: μεγάλη, δυνατή επιθυμία, μεράκι: ‘Έχει μεγάλο νταλκά για έναν άντρα’. [τουρκ. dalga ‘αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού΄ -ς ( [g > k] ;)].

  • νταμαχιάρης, ο [dama’çaris]

    νταμαχιάρης, ο [dama’çaris]: πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. [πρβ. τουρκ. tamahkâr)]. Και: https://ilialang.gr/ταμαχιάρης-α-ικο-tamaxaris/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νταμπλάς, ο [da’blas]

    νταμπλάς, ο [da’blas]: συγκοπή. [ντ-: τουρκ. damla -ς με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νταμπουράς, ο [dabu’ras]

    νταμπουράς, ο [dabu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: ‘Παίζω τον νταμπουρά’. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/ταμπουράς-ο-tamburas/

  • μπουζουριάζω [buzu’rjazo]

    μπουζουριάζω [buzu’rjazo]: συλλαμβάνω και φυλακίζω κπ. [ίσως από το τουρκ buruşmak ‘ζαρώνω, σουρώνω, μαζεύω’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]

    μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]: επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: ‘Mου ΄ρθε το μουγιουρντί να πληρώσω’. [τουρκ. buyurd-ι γ’ εν. του ρ. buyur ‘διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu ‘επίσημη γραπτή διαταγή΄)].

  • μποστάνι, το [bo’stani]

    μποστάνι, το [bo’stani]: το περιβόλι. [τουρκ. bostan (από τα περσ.) -ι].

  • μποξάς, ο [bo’ksas]

    μποξάς, ο [bo’ksas]: χοντρό σάλι συνήθ. σκούρο με το οποίο τύλιγαν τα ρούχα πριν τα αποθηκεύσουν. [τουρκ. bokça, bohça -ς].

  • μπερκέτια, η [ber’ketja]

    μπερκέτια, η [ber’ketja]: σοδιά, αφθονία. [τουρκ. bereket ‘αφθονία’]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπερντάχι, το [ber’daçi]

    μπερντάχι, το [ber’daçi]: α. ο ξυλοδαρμός: ‘Θα του ρίξω ένα μπερντάχι’. β. το κόντρα ξύρισμα. [τουρκ. perdah ‘γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)· παρετυμ. -άκι]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπερσίμι, το [be’rsimi]

    μπερσίμι, το [be’rsimi]: η στριμμένη μεταξωτή κλωστή. [τούρκ. ibrisim -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπενεβρέκι, το [bene’vreki]

    μπενεβρέκι, το [bene’vreki]: κοντό παντελόνι που φορούσαν οι τσοπάνηδες το οποίο έμοιαζε με βράκα: ‘Έβαλε το μπενεβρέκι του και πήγε στα πρόβατα’. [τουρκ. benevrek ‘βράκα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o