Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ
-
χαλάλι, το [xa’lali]
χαλάλι, το [xa’lali]: λεπτό ξυλαράκι [τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) -ι].
-
φαρφάλα, η [fa’rfala]
φαρφάλα, η [fa’rfala]: η πολυλογία, βλακεία: ‘Ούλο φαρφάλες λες’ [< τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουράπι, το [tsu’rapi]
τσουράπι, το [tsu’rapi]: μάλλινη ανδρική κάλτσα. [τουρκ. çorap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουράπω, η [tsu’rapo]
τσουράπω, η [tsu’rapo]: χαρακτηρισμός άξεστης γυναίκας: ‘Τι τσουράπω είναι αυτή!’. [τσουράπ(ι) θηλ. -ω < τουρκ. çorap].
-
τσότρα, η [‘tsotra]
τσότρα, η [‘tsotra]: ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. [αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίλικος [‘tʃilikos]
τσίλικος, -η, -ο [‘tʃilikos]: α. για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: ‘Tσίλικο εικοσάδραχμο’. β. δυνατός. [τουρκ. çil -ικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]
τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]: βαμβακερό υφαντό μαντήλι με λουλούδια, κεφαλομάντηλο: ”Εβαλε την τσεμέρα της και βγήκε’. [τουρκ. çember -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσαναμπέτης, ο [tsana’mbetis]
τσαναμπέτης, ο [tsana’mbetis]: αυτός που δεν έχει τρόπους, κατεργάρης. [τουρκ. cenabet ‘ακάθαρτος’ -ης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τούρκος, ο [‘turkos]
τούρκος, ο [‘turkos]: α. (μτφ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: ‘Aυτό το ξίδι είναι τούρκος’. β. (ως επιθ.) σκληρός [μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τουλούμι, το [tu’lumi]
τουλούμι, το [tu’lumi]: ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα. [τουρκ. tulum -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τζαμιλίκι, το [dzami’liki]
τζαμιλίκι, το [dzami’liki]: α. ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. β. τα γυαλιά [τουρκ. camlιk ‘χώρος κλεισμένος με τζάμι’ -ι και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].
-
ταμπουράς, ο [tambu’ras]
ταμπουράς, ο [tambu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Φράση (μτφ): η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμπουράς/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταμάμ [ta’mam]
ταμάμ [ta’mam] (επίρρ.): ακριβώς. [τουρκ. tamam (από τα αραβ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ταμαχιάρης [tama’çaris]
ταμαχιάρης, -α, -ικο [tama’çaris]: α. πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. β. δουλευταράς. [ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμαχιάρης/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταμπάσης, ο [ta’basis]
ταμπάσης, ο [ta’basis]: έμπορος αλόγων. [τουρκ. tabak ‘βυρσοδέψης’ (από τα αραβ.) -ης].
-
σερμαγιά, η [serma’ja]
σερμαγιά, η [serma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά]. Και: https://ilialang.gr/σιρμαγιά-η-sirmaja/
-
σάψαλα, τα [‘sapsala]
σάψαλα, τα [‘sapsala]: τριμμένα, θρυμματισμένα. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -α].
-
πεσκέσι, το [pe’skesi]
πεσκέσι, το [pe’skesi]: δώρο, προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά: ‘Ήρθε από το χωριό κουβαλώντας ένα σωρό πεσκέσια για συγγενείς και φίλους’. [μσν. πεσκέσι(ον) < τουρκ. peşkeş (από τα περσ.) -ι(ον)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πεσκίρι, το [pe’skiri]
πεσκίρι, το [pe’skiri]: η πετσέτα του προσώπου. [τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παράδες, οι [pa’raδes]
παράδες, οι [pa’raδes]: τα χρήματα. [τουρκ. para ‘χρήματα΄ -ς]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o