Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ
-
ζεμπίλι, το [ze’bili]
ζεμπίλι, το [ze’bili]: ψάθινο καλάθι με δυο χέρια. [τουρκ. zempil -ι].
-
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]: εξωτερικό χερούλι του μηχανισμού της κλειδωνιάς. [τουρκ. zemberek -ι].
-
βερβερίζω [verve’rizo]
βερβερίζω [verve’rizo]: πονάω πολύ. [τούρκ. veresiye -ίζω].