Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ
-
μπακράτσια, η [ba’kratsça]
μπακράτσια, η [ba’kratsça]: η καρδάρα. [τουρκ . bacraç -ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσι-το/
-
μπακούρω, η [ba’kuro]
μπακούρω, η [ba’kuro]: η χαζή, η άμυαλη γυναίκα, η χοντροκαμωμένη. [τουρκ. bakir ‘παρθενικός’ (από τα αραβ.) -ω].
-
μπακίρι, το [ba’kiri]
μπακίρι, το [ba’kiri]: χαλκωματένιο σκεύος. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μπαΐρι, το [ba’iri]
μπαΐρι, το [ba’iri]: το ακαλλιέργητο χωράφι: ‘Τό ‘πει μπαΐρι εκειδά παρατημένο’ (το έχει αφήσει ακαλλιέργητο). [τουρκ. bayir -ι ‘πλαγιά’].
-
μουστερής, ο [muste’ris]
μουστερής, ο [muste’ris]: αγοραστής ή πελάτης και με επέκταση αυτός που ενδιαφέρεται για κτ. με σκοπό να το αποκτήσει. [τουρκ. müşteri -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μουσίτσα, η [mu’sitsa]
μουσίτσα, η [mu’sitsa]: α.μύγα. β. πονηρός. [ίσως τουρκ. mus(a) ‘ξυράφι’ -ίτσα].
-
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μουρντάρης αυτός!’. [τουρκ. murdar ‘βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α].
-
μόρτης, ο [‘mortis]
μόρτης, ο [‘mortis], μόρτισσα, η [‘mortisa]: το αλάνι, το κουτσαβάκι. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti ‘πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto ‘πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα].
-
μερεμέτι, το [mere’meti]
μερεμέτι, το [mere’meti]: α. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. β. (μτφ.) ξυλοδαρμός. [τουρκ meramet, meremet ‘επισκευή’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαχαλάς, ο [maxa’las]
μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
-
μαστραπάς, ο [mastra’pas]
μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μασούρι, το [ma’suri]
μασούρι, το [ma’suri]: ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο: ‘Τα ‘βαλε τα μασούρια και άρχισε να υφαίνει’ [μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μασιά, η [ma’sça]
μασιά, η [ma’sça]: εργαλείο για το ανακάτεμα της φωτιάς. [τουρκ. maşa (αραβ. mihassa) με ανάλ. του ş σε sι].
-
λάλας, ο [‘lalas]
λάλας, ο [la’las]: ο μικρός αδελφός: ‘Ήρθε η μητέρα με τον λάλα της’. [τουρκ. lala, περσ. προέλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουτουρού [kutu’ru]
κουτουρού [kutu’ru]: (επίρρ.) απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό ή προγραμματισμό: ‘Περπατούσε κουτουρού’. [τουρκ. götürü ‘με συνολική τιμή, με το σωρό΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα – καμήλα (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου, και υποχωρ. αφομ. του πρώτου φων. προς τα ακόλουθα)].
-
κουμάσι, το [ku’masi]
κουμάσι, το [ku’masi]: α. (υβρ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: ‘Tι λογής κουμάσι είναι αυτός;’ β. στάβλος γουρουνιών: ‘Μάζεψε τα γουρούνια στο κουμάσι’. [μσν. κουμάσι(ν) < τουρκ. kumaş ‘ρούχα, ποιότητα΄ -ι με δείνωση της σημ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κεψές, ο [ke’pses]
κεψές, ο [ke’pses]: μεγάλη τρυπητή κουτάλα. [τουρκ. kepçe]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καρντάσης, ο [ka’rdasis]
καρντάσης, ο [ka’rdasis]: ο φίλος, ο αδελφός: ‘Γεια σου ωρέ καρντάση, φίλε μου’. [τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης].
-
καμουτσές, ο [kamu’tses]
καμουτσές, ο [kamu’tses]: το καμουτσίκι. [καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι -ες].
-
καζάντι, το [ka’zandi]
καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak]. Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/