Ετικέτα: ΤΟΥΡΚΙΚΗ

  • νταβλαράς, ο [davla’ras]

    νταβλαράς, ο [davla’ras]: μεγαλόσωμος: ‘Ήσαντε δύο νταβλαράδες, ίσαμε κει πάνου’. [τουρκ. dağlar πληθ. της λ. dağ ‘βουνό΄ -άς, με τροπή του g σε β, από φρ. όπως dağlar kadar “σαν τα βουνά”, δηλ. τεράστιος, dağlar anasι για μεγαλόσωμη γυναίκα].

  • μπατάκι, το [ba’taki]

    μπατάκι, το [ba’taki]: το έλος, η λάσπη: ‘Ούλος ο δρόμος ίσα κα γιόμισε μπατάκια’. [τουρκ. batâk -ι].

  • μπούζι [‘buzi]

    μπούζι [‘buzi]: (επιρρ.) πολύ κρύο. [τουρκ. buz -ι].  

  • μπουγάς, ο [bu’γas]

    μπουγάς, ο [bu’γas]: αρσενικό χρονιάρικο βόδι. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπασκίνας, ο [ba’skinas]

    μπασκίνας, ο [ba’skinas]: χωροφύλακας. [μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρουμάνι, το [ru’mani]

    ρουμάνι, το [ru’mani]: ο λόγγος. [τουρκ. orman -ι με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σιρμαγιά η [sirma’ja]

    σιρμαγιά η [sirma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si]]. Και: https://ilialang.gr/σιάζσερμαγιά-η-sermaja/

  • σάψαλο, το [‘sapsalo]

    σάψαλο, το [‘sapsalo]: α. (μτφ.) για άνθρωπο ανήμπορο, ερείπιο. β. το σάπιο. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -ο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]

    γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]: ο Θεός [γιαραμπής ‘Aλλάχ’ < τουρκ. ya Rabbi ‘ω Θεέ μου΄ (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.)]. Και: https://ilialang.gr/γεραμπής-ή-γιαραμπής/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γνάτι, το [‘γnati]

    γνάτι, το [‘γnati]: το πείσμα. [τουρκ. inat -ι]. Και: https://ilialang.gr/ινάτι-το-inati/ Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • τεφτέρι, το [te’fteri]

    τεφτέρι, το [te’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/δεφτέρι-ή-τεφτέρι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζούμπα, η [‘zumba]

    ζούμπα, η [‘zumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζιούμπα-ζούμπα/

  • μπαχτσές, ο [bax’tses]

    μπαχτσές, ο [bax’tses]: ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ρεντές, ο [re’des]

    ρεντές, ο [re’des]: α. είδος τρίφτη. β. πλάνη. [τουρκ. rende ‘τρίφτης’].

  • τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]

    τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]: ο γρήγορος [τουρκ. çakmak < τσακμάκ(ι) -άκης].

  • αράπης, ο [a’rapis]

    αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].

  • μπιρμπιλή, η [birbi’li]

    μπιρμπιλή, η [birbi’li]: η κότα που έχει διάφορα χρώματα στα πούπουλα. [μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül ‘αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. -ή].

  • χούι, το [‘xui]

    χούι, το [‘xui]: συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους. Φράση: ‘(δεν) ταιριάζουν τα χούγια τους’. [τουρκ. huy].

  • χαμπερίζω [xambe’rizo]

    χαμπερίζω [xambe’rizo]:  υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].

  • χαΐρι, το [xa’iri]

    χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].