Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]
στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]: χαρακτηρισμός δύστροπου και ισχυρογνώμονα ανθρώπου: ‘Είσαι τελείως στραβόξυλο’ [< στραβ(ός) –ο- ξυλο ].
-
σκουληκαντέρα, η [skulika’ndera]
σκουληκαντέρα, η [skulika’ndera]: α. είδος μικρού υδρόβιου σκουληκιού. α. (μτφ.) για γυναίκα άσχημη, υπερβολικά αδύνατη και ψηλή. [σκουλήκ(ι) + άντερ(ο) μεγεθ. -α].
-
ντιβανοκασέλα [divanoka’sela]
ντιβανοκασέλα, η [divanoka’sela]: έπιπλο του οποίο το πάνω μέρος χρησιμοποιείται για ανάπαυλα ή ως κάθισμα και το εσωτερικό διαθέτει αποθηκευτικό χώρο. [ντιβάν(ι) -ο- + κασέλα].
-
ζερβοκουτάλας, ο [zervoku’talas]
ζερβοκουτάλας, ο [zervoku’talas]: ο αριστερόχειρας. [ζερβ(ός) -ο- κουτάλ(α) -ας].