Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ

  • κωλόκουρος, ο [ko’lokuros]

    κωλόκουρος, ο [ko’lokuros]: τοπικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου, το οποίο πραγματοποιείται, συνήθως, στο τέλος του Μαρτίου. [κώλ(ος) -ο- κούρος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]

    κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]: το ζουμί του σιταριού που βράζεται για το μνημόσυνο, πίνεται σαν ρόφημα. [αρχ. κόκκ(ος) -ο- ζουμ(ί) ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]

    κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [κόκκιν(ος) α(έ)ντερ(ο) -ιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοκκινογούλι, το [kokino’γuli]

    κοκκινογούλι, το [kokino’γuli]: το παντζάρι. [μσν. κοκκινογούλι < κοκκινο- + γουλ(ί) -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοκκινολαίμης, ο [kokino’lemis]

    κοκκινολαίμης, ο [kokino’lemis]: μικρό πουλί της Ευρώπης και της Aφρικής, παχουλό, με πολύ κοντό λαιμό και με μικρό ράμφος· η ράχη του είναι καφέ, η κοιλιά του άσπρη, ενώ το κεφάλι και το στήθος του έχουν σκούρο πορτοκαλί χρώμα. [κοκκινο- + λαιμ(ός) -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέντος-ο/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοκκολογάου [kokolo’γau]

    κοκκολογάου [kokolo’γau]: μαζεύω σταφύλια ή ελιές. [κόκκ(ος) –ο- (συλ)λέγ(ω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κλωσσόπουλο, το [klo’sopulo]

    κλωσσόπουλο, το [klo’sopulo]: το νεογέννητο κοτοπουλάκι. [αρχ. κλώσσ(ω) -ο- + πουλ(ί) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κλαψοπούλι, το [klapso’puli]

    κλαψοπούλι, το [klapso’puli]: νυχτοπούλι που το κελάϊδισμά του μοιάζει με κλάμα: ‘Άκουσα εχθές το κλαψοπούλι. Δεν θα’χουμε καλά μαντάτα!’ [(ε)κλάψ(α) -ο- πουλί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κεφαλοπονάου [kefalopo’nau]

    κεφαλοπονάου [kefalopo’nau]: σκέφτομαι έντονα. [κεφάλ(ι) –ο- πονά(ω) -ου]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καψοκαλύβας, ο [kapsoka’livas]

    καψοκαλύβας, ο [kapsoka’livas]: (μτφ.) άνθρωπος που τα ξοδεύει όλα του τα χρήματα για τους ξένους, ο φιλόξενος. [(ε)κάψ (α) + καλύβ (α) –ας]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κατάσαρκα [ka’tasarka]

    κατάσαρκα [ka’tasarka]: (επίρρ. τοπ.) για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα. [μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα ‘κατασάρκιον΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κατάχαμα [ka’taxama]

    κατάχαμα [ka’taxama]: (επίρρ. τοπ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: ‘Kάθισε κατάχαμα’. [μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) ‘χάμω΄ επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.].

  • καταχερίζω [kataçe’rizo]

    καταχερίζω [kataçe’rizo]: χτυπώ κπ., του δίνω ξύλο με το χέρι μου. [κατα- χέρ(ι) -ίζω (πρβ. μσν. καταχερίζω, καταχειρίζω ‘επιχειρώ΄, ελνστ. καταχειρίζομαι)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κατουρλοκάνατο, το [katurlo’kanato]

    κατουρλοκάνατο, το [katurlo’kanato]: α. το ουροδοχείο: ‘Έβαλε το κατουρλοκάνατο στον γέρο’. β. (μτφ.) ο άχρηστος άνθρωπος [<ουσ. <κατουρ(ώ) + κατάλ. λού + κανάτι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καταής [kata’is]

    καταής [kata’is]: (επιρρ) κατά γης. [κατα- (γ)ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κατάλακα [ka’talaka]

    κατάλακα [ka’talaka]: (επιρρ.) φανερά. [αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α’ συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων + ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosiσυ/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καταλιακού [kataʎa’ku]

    καταλιακού [kataʎa’ku]: (επιρρ.) α. κάθομαι στον ήλιο ακάλυπτος. β. καταμεσήμερο. [κατά + (ή)λ(ιος) -ιακού].

  • κατάραχα [ka’taraxa]

    κατάραχα [ka’taraxa]: (επίρρ. τοπ.) ακριβώς επάνω στην κορυφή του βουνού. [μσν. κατάραχα < κατα- ράχ(η) επίρρ. -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καρυδοελιά, η [kariðoe’ʎa]

    καρυδοελιά, η [kariðoe’ʎa]: μεγάλος καρπός ελιάς. [καρύδ(ι) -ο- (ε)λιά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καραμπουζουκλής, ο [karabuzu’klis]

    καραμπουζουκλής, ο [karabuzu’klis]: ο λεβέντης κοροϊδευτικά: ‘Γεια σου μάγκα καραμπουζουκλή’. [καρα- + τουρκ. Βıyık ‘μουστάκι’ -κλής].