Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
φιδοπουκάμισο, το [fiðopu’kamiso]
φιδοπουκάμισο, το [fiðopu’kamiso]: το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. [φίδ(ι) -ο- + πουκάμισο].
-
φευγοδικάω [fevγoði’kao]
φευγοδικάω [fevγoði’kao]: κρύβομαι γιατί καταζητούμαι από τον νόμο. [< φεύγ(ω) –ο- δικ(ώ) –άω].
-
τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]
τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]: η προβατίνα με πολύ μικρή θηλή. [< τσιμπούρ(ι) –ο- βυζ(ί) –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]
τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]: πληγώνω κάποιον πετώντας πέτρα στο κεφάλι του. [< τρ(ύ)π(α) –ο- κεφαλ(ι) –ιάζω].
-
τρικέρης, ο [tri’keris]
τρικέρης, ο [tri’keris]: ο σατανάς, ο διάολος. [< τρί(α) κέρ(ας) –ης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]
τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]: κρυώνω, τρέμω από το πολύ κρύο < τρέμ(ω) –ο- μσν. τουρτουρίζω < ελνστ. ταρταρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] ) < Τάρταρος]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τουρλόκωλα [tu’rlokola]
τουρλόκωλα [tu’rlokola]: (επιρρ.) μπρούμυτα. [< τούρλ(α) –ο- κώλ(ος) –α].
-
σχιζαύτι, το [sçi’zafti]
σχιζαύτι, το [sçi’zafti]: τρόπος μαρκαρίσματος αιγοπρόβατου, σχίζοντας το αυτί του. [< σκίζω < αρχ. σχίζ(ω) + αυτί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμπάω [si’bao]
συμπάω [si’bao]: α. ανακατεύω φυσώντας την φωτιά για να δυναμώσει. β. κεντάω με λόγια κάποιον για να ανάψει ο καυγάς. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συντυχιά, η [sidi’ça]
συντυχιά, η [sidi’ça]: τυχαία συνάντηση. || σύμπτωση. [αρχ. συντυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συφέρτο, το [si’ferto]
συφέρτο, το [si’ferto]: μεταλλικό σκεύος με χερούλι. [< συν + φέρ(νω) -το].
-
συκοβάλλω [siko’valo]
συκοβάλλω [siko’valo]: συκοφαντώ, κακολογώ. [< συκο(φαντώ) + βάλλω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμπολιάζω [sibo’ʎazo]
συμπολιάζω [sibo’ʎazo]: ταιριάζω. [< συ(ν) –μπόλ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σταχτοφούρνι, το [staxto’furni]
σταχτοφούρνι, το [staxto’furni]: το εσωτερικό της γωνιάς ή του φούρνου. [< στάχτ(η) –ο- φούρν(ος) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σπυραλατιστός [spiralati’stos]
σπυραλατιστός, -ή, -ό [spiralati’stos]: το βραστό κρέας με αλάτι χοντρό. [< σπυρ(ί) + αλατ(ισμένος) –ιστός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]
σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]: χαρακτηρισμός υβριστικός για κπ. που έχει κακό χαρακτήρα. [< σκυλ(ί) –ο- κορίτσ(ι) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκυλοπερνάω [skilope’rnao]
σκυλοπερνάω [skilope’rnao]: α. βρίζω άσχημα κάποιον. β. ζω με δυσκολίες, πεινάω. [< σκυλ(ί) –ο- + περνάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκορδοκαΐλα, η [skorðoka’ila]
σκορδοκαΐλα, η [skorðoka’ila]: ως έκφραση περιφρονητικής αδιαφορίας, σκασίλα: ‘Είχα μια σκορδοκαΐλα! ‘ [σκόρδ(ο) -ο- + καΐλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκαροπούλι, το [skaro’puli]
σκαροπούλι, το [skaro’puli]: νεογέννητο αγριοπούλι, πτηνό που μόλις πέταξε. [< σκαρ(ίζω) –ο- πουλί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σιδεροστιά, η [siδero’stia]
σιδεροστιά, η [siδero’stia]: η πυροστιά. [< σίδερ(ο) –ο- (ε)στία]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o