Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]: χωράφι με μαύρο χρώμα. [μαύρ(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία].
-
κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]
κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]: χωράφι με κόκκινο χώμα. [κόκκιν(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία)]. Και: https://ilialang.gr/κοκκινοχώραφο-το-kokinohorafo/
-
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]: το χωράφι με κοκκινωπό χώμα. [< κοκκιν(ος) -ο- χωραφ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/κοκκινοπουλιά-η-kokinopuʎa/
-
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]: χωράφι που παράγει χοντρό σιτάρι. [< σ(ι)τάρ(ι) -ο- χωραφ(ι) -ο].
-
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]: ο μεγάλος κάμπος. [< μαύρ(ο) -ο- κάμπος].
-
αητορίχης, ο [aito’riçis]
αητορίχης, ο [aito’riçis]: ψάρι ποταμιού. [ίσως, αητ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]: τα μαλλιά από τα κεφάλια ζώων. [< κεφαλ(ι) -ο- μαλλ(ι) -α].
-
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
-
γαλομέτρα, η [γalo’metra]
γαλομέτρα, η [γalo’metra]: κανάτα μέτρησης γάλακτος. [< γάλ(α) -ο- μέτρ(ο) -α].
-
πλατουνούρα, η [platu’nura]
πλατουνούρα, η [platu’nura]: η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά. [< πλατ(ύς) + ουρ(α)].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
-
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]: το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία: ‘Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ψυχοπαίδι, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους’. [ψυχ(ή) -ο- + παιδ(ί) -ι].
-
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].
-
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]: οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].
-
χερόμυλος, ο [çe’romilos]
χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]: χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι. [χαμο- + σπίτ(ι) -ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]
φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]: το σχοινί σαμαριού που χρησιμεύει για το φόρτωμα: ‘Πάρτην φορτοτριχιά να κάμεις τη δουλειά σου’. [φορτ(ώνω) ελνστ. + τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o