Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
κωλοφωτιά, η [kolofo’tça]
κωλοφωτιά, η [kolofo’tça]: α. η πυγολαμπίδα. β. ο πολύ έξυπνος: ‘Τσακάλι ο μικρός! Αρπάζει σαν κωλοφωτιά’ (είναι πολύ έξυπνος, παίρνει γρήγορα στροφές). [κώλ(ος) -ο- φωτιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κωλοφαγούρα, η [kolofa’γura]
κωλοφαγούρα, η [kolofa’γura]: α. οι αιμορροΐδες. β. η ανησυχία. [κώλ(ος) + φαγούρα].
-
κωλοπετσωμένος [kolopetso’menos]
κωλοπετσωμένος, -η, -ο [kolopetso’menos]: ο ικανός, ο πονηρός, ο δυναμικός. [κώλ(ος) -ο- + πέτσ(α) -ωμένος].
-
κωλόπανο, το [ko’lopano]
κωλόπανο, το [ko’lopano]: το πανί με το οποίο τύλιγαν τα μωρά και το χρησιμοποιούσαν ως πάνα. [κώλ(ος) -ο- + παν(ί) -ο].
-
κωλονούρι, το [kolo’nuri]
κωλονούρι, το [kolo’nuri]: το μέρος της ουράς. [κώλ(ος) -ο- ουρ(ά) -ι].
-
κωλάντερο, το [ko’landero]
κωλάντερο, το [ko’landero]: το έντερο που βρίσκεται στο πίσω μέρος. [κώλ(ος) + (έ)αντερο].
-
κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]
κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]: α. ξύλο με διχάλες στο οποίο κρεμάνε οι τσοπάνηδες τα αγγεία τους. β. (μτφ.) ψηλός και άχαρος άντρας: Και: https://ilialang.gr/μαγκλαράς-ο-manglaras/. [< *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] < κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) -ού]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουτσοκέρα, η [kutso’cera]
κουτσοκέρα, η [kutso’cera]: η γίδα που έχει είτε ένα κέρατο, είτε σπασμένα κέρατα. [κουτσ(ός) -ο- κέρα(ς)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλιτσόραβδο, το [kli’tsoravðo]
κλιτσόραβδο, το [kli’tsoravðo]: το ραβδί που προορίζεται να γίνει γκλίτσα. [(αγ)κλίτσ(α) -ό- ραβδ(ί) -ο].
-
κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]
κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]: (ειρων.) αυτός που είναι υπεύθυνος για την ζωντανά. [κλειδ(ι) -ου- + κράτ(ωρ) -ορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κατσομαλλιασμένος [katsomaʎa’zmenos]
κατσομαλλιασμένος, -η, -ο [katsomaʎa’zmenos]: α. (μτφ.) αυτός που κρυώνει και του έχει σηκωθεί η τρίχα. β. αυτός που έχει κοντά κατσαρά μαλλιά. [κατσ(ί) -ό- μαλλι- ασμένος].
-
κατουρλής, ο [katu’rlis]
κατουρλής, ο [katu’rlis], θηλ. κατουρλού [katu’rlu] & κατρουλού [katru’lu]: α. συνήθως χαϊδευτικά για μωρά, αυτός που κατουράει συχνά, και κυρίως αυτός που κατουριέται επάνω του. β. (μτφ.) ο δειλός, ο φοβητσιάρης. [μσν. *κατουρλής (πρβ. μσν. κατουρλού) < κατουρ(ώ) -λής· μσν. κατουρλού < κατουρλ(ής) -ού· μετάθ. του [r] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καραμπογιά, η [karabo’ʝa]
καραμπογιά, η [karabo’ʝa]: η έντονα μαύρη βαφή για μαλλιά. [κάρα μπογιά].
-
καλιγοσφύρια, τα [kaliγo’sfirʝa]
καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].
-
εδεπά [eðe’pa]
εδεπά [eðe’pa]: (επιρρ.) σε αυτό το σημείο, εδώ. [<επιφ. έδε + επίρρ. επά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
διάσελο, το [‘ðjaselo]
διάσελο, το [‘ðjaselo]: στενό πέρασμα: ‘Το διάσελο του Μαυρόβουνου’. [< δια + σελ(α) -ο].
-
γυφτοτσεκουριά, η [γiftotseku’rʝa]
γυφτοτσεκουριά, η [γiftotseku’rʝa]: ξύλινο τσεκούρι που κατασκευαζόταν από ρομά. [< γύφτ(ος) + τσεκούρ(ι) -ιά].
-
γιορτόπιασμα, το [ʝo’rtopçazma]
γιορτόπιασμα, το [ʝo’rtopçazma]: η ημέρα κατά την οποία γίνεται η σύλληψη παιδιού. [γιορτ(ή) -ο- πια(σιμο) -σμα].
-
γιδοξούρης, ο [γiðo’ksuris]
γιδοξούρης, ο [γiðo’ksuris]: α. ο αγροίκος. β. ο αδύναμος. [γίδ(α) -ο- ξούρης (κατά το γεροξούρας με τροπή του -ας σε -ης)].
-
γαϊδουρομούτσουνος [γaiðuro’mutsunos]
γαϊδουρομούτσουνος, -η, -ο [γaiðuro’mutsunos]: ο χοντροκέφαλος. [γαϊδούρ(ι) -ο- μουτσούν(α) -ος].