Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]
παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]: στηρίζομαι και ελπίζω σε κάποιον αλλά διαψεύδομαι: ‘Μη παραθαρριέσαι σε αυτόν!’. [παρά- θάρρ(ος) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραθάρρεια, τα [para’θarʝa]
παραθάρρεια, τα [para’θarʝa]: το θάρρος που παίρνει κάποιος υπερβαίνοντας τα όρια του επιτρεπτού: ‘Μη και πάρεις παραθάρρεια!’ (μην πάρεις πολύ αέρα). [< παρά + θάρρ(ος) –εια]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραδίνω [para’ðino]
παραδίνω [para’ðino]: α. (μτφ.) βλαστημώ. β. αποδίδω. [παρά- + δίνω].
-
παραγώνι, το [para’γoni]
παραγώνι, το [para’γoni]: γύρω από το τζάκι: ‘Κάθουμαι με τ’αγγόνια μου στο παραγώνι και τους λέω ιστορίες’. [παρα- γων(ιά) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]: χτυπάω κάποιον άσχημα, ξεκινώντας από τον σβέρκο. [ξε– + σβέρκ(ος) –ιάζω].
-
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]: το χρονικό διάστημα που γίνεται το στόλισμα της νύφης. [νύφ(η) -ο- στόλ(ισμα) -ι (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ ‘συνοδεύω τη νύφη΄)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]: οι νεόνυμφοι. [νέ(ος) -ο- γαμπρ(ός) -α με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιογάμπρια-τα/
-
νεραϊδοπαρμένος [neraiðopa’rmenos]
νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο [neraiðopa’rmenos]: εκείνος όπου του πήραν τον νου οι νεράιδες, τρελός. [νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω].
-
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]: η κακιά γριά. [μπάμπ(ω) -ο- + γριά].
-
μουνόπανο, το [mu’nopano]
μουνόπανο, το [mu’nopano]: το πανί που χρησιμοποιούσαν πριν τις σερβιέτες. [μουν(ί) -ο- παν(ί) -ό].
-
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]: ο υποτακτικός μιας γυναίκας. [μουν(ί) -ο- μαγεμένος].
-
μονοημερνά [monoime’rna]
μονοημερνά [monoime’rna]: (επιρρ.) εντός της ημέρας: ‘Τα σταφύλια μαζεύουνται μονοημερνά’. [μον(ός) -ο- ημέρ(α) -να].
-
μονοβύζα, η [mono’viza]
μονοβύζα, η [mono’viza]: το ζώο που έχει ένα στήθος. [μον(ό) -ο- βυζ(ί) -α].
-
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]: το ζώο που έχει μόνο έναν όρχη. [μόν(ος) αρχίδ(η) -ης].
-
μονάντερος [mo’nanderos]
μονάντερος, -η, -ο [mo’nanderos]: (μτφ.) ο αχόρταγος. [μόν(ος) άντερ(ο) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μισοφόρι, το [miso’fori]
μισοφόρι, το [miso’fori]: γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: ‘Είναι κολλημένος στο μισοφόρι της κυράς του’. [μισο- + φορ(ώ) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μεροφάγι, το [mero’faγi]
μεροφάγι, το [mero’faγi]: η τροφή μιας ημέρας. [μέρ(α) -ο- + φα(ΐ) -γι].
-
μεροδούλι, το [mero’ðuli]
μεροδούλι, το [mero’ðuli]: α. η εργασία μιας ημέρας. β. μεροκάματο. [μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι].
-
μανόγαλο, το [ma’noγalo]
μανόγαλο, το [ma’noγalo]: το γάλα της μάνας: ‘Του έκοψε το μανόγαλο’. [μάν(α) -ο- γάλ(α) -ο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαγογαμίστρα, η [laγoγa’mistra]
λαγογαμίστρα, η [laγoγa’mistra]: άγονο χωράφι στο οποίο μπορούν εύκολα να συνευρεθούν κπ. [λαγ(ός) + γαμ(άω) -ίστρα].