Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
χερόβολο, το [çe’rovolo]
χερόβολο, το [çe’rovolo]: δεμάτι απ’ όσα χόρτα χωράει το ένα χέρι. [χερ-: μσν. χερόβολον <χερο- + -βολον < -βολ(ώ) -ον· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
χαμοκέλα, η [xamo’kela]
χαμοκέλα, η [xamo’kela]: α. ισόγειος αποθήκη. β. χαμηλό, άθλιο φτωχόσπιτο ή δωμάτιο: ‘Ζει μέσα σε μια χαμοκέλα και το καλεί σπίτι’. [χαμο- + κέλλα < κελί].
-
φουσκοβάλλω [fusko’valo]
φουσκοβάλλω [fusko’valo]: συκοφαντώ, βάζω λόγια. [φούσκ(α) -ο- βάλλω]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]
φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]: κλείστρο από λαμαρίνα για ξυλόφουρνο. [φούρν(ος) -ο- κλείσ(κλείνω) -μα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φουντέρα, η [fu’ndera]
φουντέρα, η [fu’ndera]: η καούρα. [φουντ(ώνω) + (έ)ντερ(ο) -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]: α. παιδικό παιχνίδι. β. πανί που κλείνουν τα μάτια του επιβήτορα ζώου. [τυφλ(ός) -ο- πανί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]: α. το πουλί που δεν έχει αναπτύξει φτερά. β. ο αδύνατος άνθρωπος. γ. το παιδί. [μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς < τσίρ(ος) -ο πουλί].
-
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/
-
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]: (μτφ.) ο ασουλούπωτος, ακούρευτος ή παχύς ιερέας. [τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας].
-
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]: το άσθμα των αλόγων και των μουλαριών. [< τέκν(ο) –ο- +[τουρκ. Fes] –ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
συνεμπαίνω [sine’mbeno]
συνεμπαίνω [sine’mbeno]: ανακατεύομαι: ‘Μην συνεμπαίνεις στο ζευγάρι’. [συν -μπαίνω].
-
στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]
στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]: α. στενή λωρίδα χωραφιού. β. στενό παντελόνι. [< στεν(ός) –ο- βούρλ(ο) ίδα].
-
σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]
σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]: α. εργαλείο που ανακατεύει τη στάχτη. β. (κατάρα): Άει σταχτόβολο! (άντε στον διάολο). [στάχτ(η) -ο- βολ(ή) -ο].
-
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]: αυτός που έχει μικρό πέος. [σκουλήκ(ι) -ο πούτσ(ος) -ης].
-
ριζαύτι, το [ri’zafti]
ριζαύτι, το [ri’zafti]: η ρίζα του αυτιού. [ρίζ(α) -αυτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]: ο πρώτος εργάτης που αναλαμβάνει το σκάψιμο των κτημάτων. [πρώτ(ος) -εργάτης].
-
προκάνω [pro’kano]
προκάνω [pro’kano]: προλαβαίνω: ‘Δεν προκάνω κοκόνα μου’. [αρχ. προκάμνω ‘μοχθώ από πριν’ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.) < προ- κάνω].
-
ποταμολίθι, το [potamo’liθi]
ποταμολίθι, το [potamo’liθi]: οι πέτρες που βρίσκονται εντός της κοίτης των ποταμών. [ποτάμ(ι) -ο- λίθ(ος) -ι].
-
πορδοβούλωμα, το [porðo’vuloma]
πορδοβούλωμα, το [porðo’vuloma]: α. ο τιποτένιος. β. ο μικροκαμωμένος. [πορδ(ή) -ο- βούλωμα].
-
πηδοβολάω [piðovo’lao]
πηδοβολάω [piðovo’lao]: κάποιος που σκέπτεται ερωτικά, αναζητώντας ερωτική ικανοποίηση. [πηδ(ώ) -ο- βολ(ή) -άω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o