Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
αναγελάου [anaγe’lau]
αναγελάου [anaγe’lau]: κοροϊδεύω κάποιον, χλευάζω: ‘Όλοι αναγελούν με τον άμοιρο’. [ανα- + γελά(ω) -ου]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αναβροχιά, η [anavroꞋça]
αναβροχιά, η [anavro’ça]: η έλλειψη βροχής· το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει· ανομβρία, ξηρασία: ‘H φετινή αναβροχιά τα ξέρανε όλα’. [ανα- βροχ(ή) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανάβραση, η [aꞋnavrasi]
ανάβραση, η [a’navrasi]: το πρώτο βράσιμο χοιρινού κρέατος. (Κανελλακόπουλος). [ανά + βράση].
-
αναβόλα, η [anaꞋvola]
αναβόλα, η [ana’vola]: το σημείο του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί. (Κανελλακόπουλος). [ανα- + αρχ. βολ(ή) -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αναβόλα&dq=
-
άμποτε [Ꞌambote]
άμποτε [Ꞌambote]: μακάρι. [μσν. άμποτε < φρ. αν ποτέ [án pote] με αφομ. θέσης άρθρ. [np > mp]· μσν. άμποτες < άμποτε με προσθήκη -ς αναλ. προς τα χτες, τότες]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλογοσούρτης, ο [aloγoꞋsurtis]
αλογοσούρτης, ο [aloγo’surtis]: ο αλογοκλέφτης. [άλογο + σ(έρνω) < σούρ(νω) -της]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλογόπετρα, η [aloꞋγopetra]
αλογόπετρα, η [aloꞋγopetra]: γαλαζόπετρα, θειϊκός χαλκός για ράντισμα. [άλογ(ο) -ο- πέτρα].
-
αλιπόδι, το [aliꞋpoði]
αλιπόδι, το [aliꞋpoði]: το γρήγορο τρέξιμο. [ίσως, άλλ(ος) -ι- -πόδι].
-
αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]
αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]: εξάρτημα του αρότρου. [αλέτρ(ι) + πόδ(ι) -α].
-
αλαφροΐσκιωτος [alafroꞋiscotos]
αλαφροΐσκιωτος, -η, -ο [alafro’iscotos]: α. που βλέπει φαντάσματα, ξωτικά και νεράιδες. β. που δεν κοιμάται βαθιά, που ξυπνάει εύκολα. [αλαφρο- + ίσκι(ος) -ωτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγριλιά, η [aγriꞋʎa]
αγριλιά, η [aγriꞋʎa]: άγρια ελιά. [άγρι(ος) + (ε)λιά].
-
αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]
αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]: η άγρια αχλαδιά. [άγρι(ος) + μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγρανάπαυση, η [aγraꞋnapafsi]
αγρανάπαυση, η [aγra’napafsi]: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται η καλλιέργεια. [λόγ. αγρ(ός) + ανάπαυ(σις) -ση].
-
αγκοφοριέμαι [aŋgofoꞋrʝeme]
αγκοφοριέμαι [aŋgofoꞋrʝeme]: βαριανασαίνω από τους πόνους. [μσν. αγκο(μαχώ) + φορ(άω) -ιέμαι < ελνστ. ὀγκ(ῶ) `τεντώνω΄ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ψωμολυσσάω [psomoli’sao]
ψωμολυσσάω [psomoli’sao]: αυτός που δεν έχει να φάει, ο νηστικός. [ψωμ(ί) -ο- λυσσάω].
-
ψωλαρμενίζω [psolarme’nizo]
ψωλαρμενίζω [psolarme’nizo]: α. (μτφ.) σφυρίζω αδιάφορα. β. περιφέρομαι ασκόπως. [ψωλ(ή) -αρμενίζω].
-
ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]
ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]: α. βοηθώ κάποιον αδύναμο. β. πονάω για κάποιον άλλον. [ψυχ(ή) -ο- πον(άω) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ψιμάρνι, το [psi’marni]
ψιμάρνι, το [psi’marni]: το όψιμο αρνί. [αρχ. (ὄ)ψιμ(ος) + αρνί]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ψιλολόγια, τα [psilo’loʝa]
ψιλολόγια, τα [psilo’loʝa]: α. ψιλά γράμματα. β. τα ψιλικά. γ. τα ψιλά λεφτά. δ. οι χωρίς ουσία κουβέντες. [ψιλό – λογ(ώ) -ια]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
χερόλαιμος, ο [çe’rolemos]
χερόλαιμος, ο [çe’rolemos]: α. αυτός που αρπάζει τον άλλον από τον λαιμό. β. αρρώστια στο στόμα χοιρινών. [χέρ(ι) -ο- λαιμος]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html