Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ

  • απορρίχνω [apo’rixno]

    απορρίχνω [apo’rixno]: αποβάλλω (για ζώα). [από+ρίχνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • απορριξίμι, το [apori’ksimi]

    απορριξίμι, το [apori’ksimi]: ζώο που γεννιέται πριν την ώρα του, πρόωρο και αδύναμο. [από + ρίχνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αποπαίρνω [apo’perno]

    αποπαίρνω [apo’perno]: α. συμπεριφέρομαι και ιδίως μιλώ απότομα, άσκημα σε κπ. β. ξεραίνομαι λίγο. γ. μισοπαγώνω [απο + παίρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αποπαίδι, το [apo’peði]

    αποπαίδι, το [apo’peði]: α. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί. β. παιδί που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά. [απο- παιδ(ί) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απόπατος, ο [a’popatos]

    απόπατος, ο [a’popatos]: αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αποκούμπι, το [apo’kumbi]

    αποκούμπι, το [apo’kumbi]: βοήθεια, προστασία, στήριγμα, εξασφάλιση για κπ. που έχει ανάγκη: ‘Έμεινε χωρίς αποκούμπι στα γεράματά του’.[μσν. αποκουμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) < απακουμπώ < απ(ο)- ακουμπώ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απογίνομαι [apo’γinome]

    απογίνομαι [apo’γinome]: γίνομαι χειρότερα, καταντώ. [από+γίνομαι < αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αποβραδίς [apovra’ðis]

    αποβραδίς [apovra’ðis]: (επίρρ.) αργά το βράδυ. [από + βράδυ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • απαγκιάζω [apa’nɟazo]

    απαγκιάζω [apa’nɟazo]: καταφεύγω, αποτραβιέμαι σε μέρος απάνεμο, προφυλαγμένο από την κακοκαιρία: ‘Ψάνχει μια γωνιά για ν΄ απαγκιάσει’. [απο- + αρχ. άγκ(ος) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αντιταίνω [andi’teno]

    αντιταίνω [andi’teno]: αντιμιλάω, αντιλέγω. [αρχ. αντιτείνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αντιλογάου [andilo’γau]

    αντιλογάου [andilo’γau]: φέρνω αντίρρηση. [αντί + λέγ(ω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανεμοτουρλισμένα, τα [anemoturli’zmena]

    ανεμοτουρλισμένα, τα [anemoturli’zmena]: τα άνω-κάτω, τα ανακατωμένα. [άνεμ(ος) -ο- τουρλ(ίζω) -ισμένα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανεμοτουρλίζω [anemotu’rlizo]

    ανεμοτουρλίζω [anemotu’rlizo]: ανακατώνω, τα φέρνω άνω-κάτω. [άνεμ(ος) -ο- + τουρλ(α) -ίζω]. Και: https://ilialang.gr/ανεμοτούρλησα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναψοκοκκινίλα, η [anapsokoki’nila]

    αναψοκοκκινίλα, η [anapsokoki’nila]: η έξαψη του προσώπου, το κοκκίνισμα. [αναψ- (ανάβω) -ο- + κοκκιν(ίζω) -ίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανάχρειο, το [a’naxrʝo]

    ανάχρειο, το [a’naxrʝo]: χρήσιμο αντικείμενο για το νοικοκυριό. [αν(α)- αρχ. χρεί(α) -ο]. Και: https://ilialang.gr/ανάχρεια/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανασπάζουμαι [ana’spazume]

    ανασπάζουμαι [ana’spazume]: ασπάζομαι: ‘Ούλο τις εικόνες ανασπάζεσαι!’ [αν(α)- + ασπάζομαι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανάπιασμα, το [a’napçazma]

    ανάπιασμα, το [a’napçazma]: φτιάχνω και φυλάω προζύμι. [ανά + πιάσ(ιμο) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναπιάνω [ana’pçano]

    αναπιάνω [ana’pçano]: πλάθω, ανακατώνω: ‘Αναπιάνω προζύμι για να φτιάξω ψωμί’. [ανά + πιάνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναπαραδιά, η [anapara’ðʝa]

    αναπαραδιά, η [anapara’ðʝa]: μεγάλη έλλειψη χρημάτων: ‘Έχω αναπαραδιές’. [λόγ. ανα-+ παράδ(ες) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναγκλαδίζομαι [anangla’ðizome]

    αναγκλαδίζομαι [anangla’ðizome]: τεντώνω τα χέρια προς τα πάνω-πίσω και το στέρνο μπροστά, συνοδευτικός με χασμουρητό. [< ανακλαδίζ(ω) -ομαι κατά το τεντώνομαι < ανα- κλαδ(ί) -ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i