Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
αγιογδύτης, ο [aʝo’γðitis]
αγιογδύτης, ο [aʝo’γðitis] θηλ. αγιογδύτισσα [aʝo’γðitisa]: κλέφτης, άνθρωπος που χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο για να αποσπάσει χρήματα, αισχροκερδής, στυγνός εκμεταλλευτής [αγιο- + γδύ(νω) -της· αγιογδύτ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγγελοφέρνω [aŋgelo’ferno]
αγγελοφέρνω [aŋgelo’ferno]: (μτφ.) ψυχορραγώ. [αγγελ(ο) + φέρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποχώνιο, το [apo’xoɲo]
αποχώνιο, το [apo’xoɲo]: διαταραχή κατά την πέψη λόγω στενοχώριας. [από + χων(εύω) -ιο].
-
αποφόρι, το [apo’fori]
αποφόρι, το [apo’fori]: φθαρμένο ρούχο το οποίο δόθηκε σε κάποιον άλλο. [αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)].
-
αποταχιά [apota’ça]
αποταχιά [apota’ça]: πρωί πρωί: ‘Σηκώθηκε αποταχιά για τα χωράφια’. [από + ταχιά]. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αποταχιά&dq=
-
αποπά [apo’pa]
αποπά [apo’pa]: (επιρρ.) αποδώ. [από + πά(νω)].
-
αποζούμι, το [apo’zumi]
αποζούμι, το [apo’zumi]: το υπόλειμμα. [από + ζουμί].
-
απογυρίζω [apoγi’rizo]
απογυρίζω [apoγi’rizo]: ξεφεύγω από την πορεία μου. [από + γυρίζω].
-
απόγυρα [a’poγira]
απόγυρα [a’poγira]: (επίρρ.) παράμερα. [από + γύρ(ω) -α].
-
απέκει [a’peki]
απέκει [a’peki]: (επιρρ.) α. κατόπιν. β. από την άλλη μεριά: ‘Πήγαινε απέκει’. [απ(ό) + εκεί]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αναχασκίζω [anaxa’skizo]
αναχασκίζω [anaxa’skizo]: ανοίγω το στόμα μου: ‘Τι αναχασκίζεις έτσι!’ [ανά + χάσκ(ω) -ίζω].
-
ανακαψίλα, η [anaka’psila]
ανακαψίλα, η [anaka’psila]: κάψιμο στο στομάχι, καούρα: ‘Έχω ανακαψίλες’. [ανά + καψίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανάκαρο, το [a’nakaro]
ανάκαρο, το [a’nakaro]: κουράγιο: ‘Δεν έχω ανάκαρο να κουνηθώ!’ [ανακαρ(ώνω) ‘δυναμώνω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < ανα- καρώνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]
αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]: αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία [αν(α)- αγαλλιάζω].
-
αναβελάζου [anave’lazu]
αναβελάζου [anave’lazu]: βγάζω δυνατές κραυγές εξαιτίας ξαφνικού πόνου. [ανά + βελάζ(ω) -ου].
-
αναγλιτσιάζω [anaγli’tsʝazo]
αναγλιτσιάζω [anaγli’tsʝazo]: γεμίζω με λάσπη: ‘Έπεσε στη λάσπη και αναγλίτσασε’. [ανα + γλίτσ(α) –ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγκομαχάω [aŋgoma’xao]
αγκομαχάω [aŋgoma’xao]: βογκάω από τον κόπο, από την εξάντληση, την κούραση. [<αγκώνω + ‑μαχώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]. Και: https://ilialang.gr/αγκομαχάου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απότρυγα [a’potriγa]
απότρυγα [a’potriγa]: (επιρρ.) μετά τον τρύγο: ‘Απότρυγα κατεβήκαμε στο χωριό’. [από + τρυγώ -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποσπερού [apospe’ru]
αποσπερού [apospe’ru]: (επίρρ.) μετά απόγευμα. [από + (ε)σπέρ(α) -ού]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απόσκιο, το [a’posco]
απόσκιο, το [a’posco]: απόγευμα, ανήλιος τόπος. [απο- σκι(ά) -ο]. Όπως και: https://ilialang.gr/αποσκιούρα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i