Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
βοϊδοσούρτης, o [voiðo’surtis]
βοϊδοσούρτης, ο [voiðo’surtis]: ο κλέφτης βοδιών. [βό(ι)δ(ι) –ο- σέρνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]
βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]: (μτφ.) τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλεί(φω) -μα]. Και: https://ilialang.gr/βοϊδογλειψιά-η-voidoγlipsca/
-
βοϊδομάτης, ο [voiðo’matis]
βοϊδομάτης, ο [voiðo’matis]: είδος σταφυλιού. [βό(ι)δ(ι) –ο- μάτ(ι) -ης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βοϊδομούλαρο, το [voiðo’mularo]
βοϊδομούλαρο, το [voiðo’mularo]: α. μουλάρι με πλατύ πρόσωπο. β. βρισιά για άνθρωπο βλάκα. [βόιδ(ι) -ο- μουλάρ(ι) -ο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βατοκόπι, το [vato’kopi]
βατοκόπι, το [vato’koi]: κλαδευτήρι με μεγάλο ξύλο. [βατ(ός) -ο- + κό(βω) -πτης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βατοκόφτης, ο [vato’koftis]
βατοκόφτης, ο [vato’koftis]: κλαδευτήρι για τα βάτα. [βάτ(ος) -ο- κόφτης].
-
βατοκρυμμένος [vatokri’menos]
βατοκρυμμένος, -η, -ο [vatokri’menos]: α. ο κρυμμένος στα βάτα. β. (μτφ.) ο ακοινώνητος. [βάτ(ος) -ο- + κρυμμένος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαρυγωμώ [variγo’mo]
βαρυγωμώ [variγo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ < βαρύ+γνωμώ]. Και: https://ilialang.gr/βαρυγγωμώ-varigomo/
-
βαριοΐσκιωτος [varʝo’iscotos]
βαριοΐσκιωτος, -η, -ο [varʝo’iscotos]: α. αυτός που δεν βλέπει τα κακά πνεύματα. β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο βαρύ. [βαρ(ύς) -ιό- ίσκ(ιος) -ιωτος]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]: ποικιλία εύγευστου σύκου [μσν. βασιλο- θ. της λ. βασιλ(εύς), βασιλ(έας) -ο- ως α’ συνθ.: μσν. βασιλο-πούλα & λόγ. < θ. της λ. βασιλ(εύς) -ο-: βασιλο-μήτωρ (δες λ.)] –ο- σύκα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].
-
ασπρόπαγος, ο [a’spropaγos]
ασπρόπαγος, ο [a’spropaγos]: το λεπτό στρώμα πάγου που πιάνουν τα χόρτα τα παγωμένα πρωινά. [άσπρ(ος) -ο- πάγος]. (Κανελλακόπουλος).
-
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]: μαλλιά από την κουρά των αρνιών [αρν(ί) -ο- κουρά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]: το άγριο αναρριχώμενο βάτο που φυτρώνει συνήθως σε κυπαρίσσια. [αρκούδ(α) -ο- βάτο]. (Κανελλακόπουλος).
-
αποσούρνω [apo’surno]
αποσούρνω [apo’surno]: σαρώνω πρόχειρα, σκουπίζω πρόχειρα: ‘Μην αποσούρνεις όσα βλέπει η πεθερά’ [από + σ(έ)ούρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποσκαφτή, η [aposka’fti]
αποσκαφτή, η [aposka’fti]: το μέρος που τελειώνει το βαθύ σκάψιμο σε ένα χωράφι. [από + σκάβω]. (Κανελλακόπουλος).
-
απομπίτι [apo’biti]
απομπίτι [apo’biti]: (επιρρ.) τίποτα. [από + τουρκ. bitt -ι]. (Κανελλακόπουλος).
-
αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]
αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]: τα κλαδιά ενός δέντρου που φυτρώνουν χαμηλά στον κορμό του: ‘Έκοψε τα αποκλαμούδια για να βάλει φωτιά’. [< από + κλα(μου)διά] (Κανελλακόπουλος).
-
αποκόβω [apo’kovo]
αποκόβω [apo’kovo]: απογαλακτίζω. [από + κόβω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]
απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]: όσο χωράει μια παλάμη. [απλ(ώνω) -ο- + χέρ(ι) + -ια]. Και: https://ilialang.gr/πλοχεριά/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i