Ετικέτα: ΣΥΝΘΕΣΗ
-
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].
-
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
-
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].
-
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]: ονομασία καρπού δέντρου. [δέντρο + βέλι].
-
σώφυλλα, τα [‘sofila]
σώφυλλα, τα [‘sofila]: κλαδάκια μέσα στο λιόπανο με τις ελιές. [(έ)σω + φύλλα].
-
αψαλιδοκούρευτος [apsaliðo’kureftos]
αψαλιδοκούρευτος, -η, -ο [apsaliðo’kureftos]: ζώο που δεν έχει κουρευτεί. [α- ψαλίδ(ι) -ο- κουρεύ(ω) -τος].
-
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]: μικρός λύχνος. [τσιμπ(άω) -ο- λάμπα].
-
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
-
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]: είδος ποταμίσιου ψαριού. [αετ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]: είδος ελιάς. [κοπρ(ιά) -ο- ελιά].
-
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]: είδος αμπελιού. [αετ(ός) -ο- νύχ(ι) -ης].
-
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]: το χαρτί πάνω στο οποίο γράφει το ιερέας τα ονόματα όσων θα μνημονεύσει. [μερίδ(α) -ο- χαρτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροπούλος, ο [nero’pulos]
νεροπούλος, ο [nero’pulos]: αυτός που καθορίζει το μοίρασμα του νερού που θα χρησιμοποιηθεί για το πότισμα στα χωράφια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]: (μτφ.) αυτός που εργάζεται στα χωράφια. [ξω + μάχ(η) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παιδοκομάου [peðoko’mau]
παιδοκομάου [peðoko’mau]: αποκτώ παιδί. [λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]. Και: https://ilialang.gr/παιδοκομάω-peδokomo/
-
παραγκώνι, το [para’ngoni]
παραγκώνι, το [para’ngoni]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών και κατασκευάζονται για να προστεθούν στην αρχική κατασκευή. [παρά- + μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: ‘γωνία τοίχου΄ -άριν].
-
ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]
ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]: γίνομαι κατακόκκινος: ‘Ροϊδοκοκκίνισε από τα νεύρα του’. [ μσν. ρόιδ(ι) -ο- κοκκιν(ίζω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ξερολιθιά, η [kseroli’θca]
ξερολιθιά, η [kseroli’θca]: τοίχος ή μάντρα χτισμένη με πέτρες χωρίς λάσπη. [ξερ(ός) –ο- λίθ(ος) –ιά]. Και: https://ilialang.gr/ξεροτοιχιά/
-
παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]
παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]: χαρακτηρισμός μειωτικός για γυναίκες κοντόχοντρες. [παλι(ός) -ο- + βλάχ. ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παραθέρι, το [para’θeri]
παραθέρι, το [para’θeri]: οι καλοκαιρινές διακοπές. [παρά + θέρ(ος) -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf