Ετικέτα: ΣΛΑΒΙΚΗ

  • κούρβα, η [‘kurva]

    κούρβα, η [‘kurva]: η ανήθικη γυναίκα, η πόρνη. [σλαβ . kypΒa].

  • κουνάβι, το [ku’navi]

    κουνάβι, το [ku’navi]: α. μικρό καστανόμαυρο σαρκοφάγο θηλαστικό. β. (μτφ.) ο κουτοπόνηρος άνθρωπος. γ. (μτφ.) αυτός που δεν βγαίνει στην αγορά: ‘Είναι ένα κουνάβι φτούνος! (είναι ακοινώνητος, απολίτιστος)’. [μσν. κουνάδι (με τροπή του μεσοφ. [δ > v] ) υποκορ. του σλαβ. kun(a) -άδι].

  • κλουβίτης, ο [klu’vitis]

    κλουβίτης, ο [klu’vitis]: α. το χαλασμένο αυγό. β. (μτφ.) αυτός που δεν έχει μυαλό: ‘Είσαι μπίτ κλουβίτης, δόλιε!’. [< παλ. σλαβ. kûlvati ‘κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] -ίτης].

  • γκλάβα, η [‘glava]

    γκλάβα, η [‘glava]: (ειρ.) χοντροκέφαλο, το κεφάλι: ‘Στήψε την γκλάβα σου’ [σλαβ. glava]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βάβα, η [‘vava]

    βάβα, η [‘vava]: προσφώνηση των εγγονιών προς την γιαγιά τους. [μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπάμπω-η-bambo/