Ετικέτα: ΣΛΑΒΙΚΗ

  • μπάμπω, η [‘bambo]

    μπάμπω, η [‘bambo]: η γιαγιά. [μσν. *μπάμπω (πρβ. μσν. μπαμπόγερος) < σλαβ. babo κλητ. της λ. baba ‘γριά΄]. Και: https://ilialang.gr/βάβα-η/

  • τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]

    τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].

  • τσούκνα, η [‘tʃukna]

    τσούκνα, η [‘tʃukna]: υφαντό αμάνικο πανωφόρι. [< σλαβ. sykno ‘τσόχα, κετσές’ -α].

  • τσουκάλι, το [tsu’kali]

    τσουκάλι, το [tsu’kali]: χάλκινο στρογγυλό και άβαθο σκεύος: Έβαλε το τσουκάλι στη φωτιά’. [μσν. τσουκάλι, ίσως < ιταλ. zucca ‘κολοκύθα΄ ή σλαβ. *tšukal (πρβ. βουλγ. čukalo ‘γουδί΄)· τσουκάλ(ι) μεγεθ. -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πρόγκα, η [‘proŋga]

    πρόγκα, η [‘proŋga]: α. το καρφί. β. εξάρτημα αλετριού. [σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ].

  • μπουχάω [bu’xao]

    μπουχάω [bu’xao]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -άω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Και: https://ilialang.gr/μπουχίζω-buxizo/

  • μποτσίκι, το [bi’tʃiki]

    μποτσίκι, το [bo’tʃiki]: το άγριο κρεμμύδι. [σλαβ. bocik(a) -ι].

  • μόρα, η [‘mora]

    μόρα, η [‘mora]: ο βραχνάς: ‘Μόρα και κασίδα να σε πιάσει’ [σλαβ. mora ‘θανατικό΄].

  • λουτσίζω [lu’tsizo]

    λουτσίζω [lu’tsizo]: μουσκεύω. [λούτσ(α) -ίζω < σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λογγιά [lo’ɟa]

    λογγιά, η [lo’ɟa]: ο λόγγος, η δασωμένη αδιάβατη έκταση. [< παλαιότ. σλαβ. log(ᾰ) -ιά. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κούρνια, η [‘kurɲa]

    κούρνια, η [‘kurɲa]: α. το κοτέτσι, το δέντρο, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά: ‘Τα πουλερικά είναι στην κούρνια τους’. β. (μτφ.) ο χώρος κπ. [παλ. σλαβ. kurnjia].

  • κότσι, το [‘kotsi]

    κότσι, το [‘kotsi]: παιδικό παιχνίδι. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κότσια, τα [‘kotsça]

    κότσια, τα [‘kotsça]: ο αστράγαλος, ιδίως των ζώων. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κόσα, η [‘kosa]

    κόσα, η [‘kosa]: α. κοπτικό εργαλείο για το κόψιμο των χόρτων που αποτελείται από μακριά λάμα ελαφρά κυρτή, στερεωμένη σε ένα πολύ μακρύ ξύλο. β. (ως επιρρ.) γρήγορα [σλαβ. kos -α(;), πρβ. βουλγ. kosa ( [-sá] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορίτος, ο [ko’ritos]

    κορίτος, ο [ko’ritos]: πέτρινο ή ξύλινο ή πήλινο δοχείο για το πότισμα των ζώων. [σλαβ. koryto]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καρναβίτσα, η [karna’vitsa]

    καρναβίτσα, η [karna’vitsa]: σκληρό θήλωμα που παρουσιάζεται στην άκρη των δαχτύλων. [σλαβ.(;) (πρβ. τουρκ. karanabit ‘κουνουπίδι΄-τσα που έχει κάποια ομοιότητα με το εξόγκωμα)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζαβρακιασμένος [zavraca’smenos]

    ζαβρακιασμένος, -η, -ο [zavraca’smenos]: (μειωτ.) ο ζαρωμένος, ο κακομοίρης. [σερβ. zabor ‘ζάρα’ zabor +ακιασμένος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζακόνι, το [za’koni]

    ζακόνι, το [za’koni]: συνήθεια, ελάττωμα: ‘Έχει και το ζακόνι της κουτσομπόλας’. [σλαβ. zakonă -ι (Meyer, NS II 27). Λ. ζάκανον το 10. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (ιν) και σήμ. λαϊκότρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βλάμης, ο [‘vlamis]

    βλάμης, ο [‘vlamis] θηλ. βλάμισσα [‘vlamisa]: α. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. β. φίλος, σύντροφος. γ. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. [αλβ. vlam -ης· βλάμ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βίτσα, η [‘vitsa]

    βίτσα, η [‘vitsa]: λεπτή και ευλύγιστη βέργα: ‘Πήρε μια βίτσα και τον χτύπησε στα πόδια’. [μσν. βίτσα < σλαβ. vica]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i