Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
ξεσβολιάστηκε [ksesvo’ʎastike]
ξεσβολιάστηκε [ksesvo’ʎastike]: (3 εν. πρόσωπο) ξεκληρίστηκε. [ίσως, ξε- σβόλ(ος) -ιάστηκε]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεσκολίζω [ksesko’lizo]
ξεσκολίζω [ksesko’lizo]: αποφοιτώ από το σχολείο. [< ξε- σκολ(είο) –ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεσπυρνίζω [ksespi’rnizo]
ξεσπυρνίζω [ksespi’rnizo]: βγάζω τον καρπό από τα λαχανικά και τα χορταρικά. [< ξε- σπυρ(ί) -νίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεσυνερίζομαι [ksesine’rizome]
ξεσυνερίζομαι [ksesine’rizome]: α. δίνω υπερβολική σημασία σε κτ., πειράζομαι, ενοχλούμαι από κτ. που έχει λεχθεί ή έχει γίνει σε βάρος μου, παραβλέποντας τις ειδικές συνθήκες που επιβάλλουν να αναγνωρίσω στο άτομο αυτό κάποια ελαφρυντικά: ‘Mη με ξεσυνερίζεσαι· γριά γυναίκα είμαι’. β. εμπιστεύομαι. [μσν. ξεσυνερίζομαι < ξε- συνερίζομαι].
-
ξεροσταλίζω [kserosta’lizo]
ξεροσταλίζω [kserosta’lizo]: ξεροσταλιάζω, στέκομαι κάπου για πολλή ώρα συνήθ. περιμένοντας κπ. ή κτ. με ανυπομονησία: M΄ άφησε να ~ με τις ώρες. [ξερο- + σταλι(ά)ζω ‘ξεροσταλιάζω΄ (αρχική σημ.: για πρόβατα που ξεκουράζονται το μεσημέρι) < ελνστ. στάλ(η) ‘χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ -ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεπεζεύω [ksepe’zevo]
ξεπεζεύω [ksepe’zevo]: α. κατεβαίνω από άλογο. β. (μτφ.) Φράση: ‘Όλοι αυτοί θα ξεπεζέψουν στο σπίτι μας;’ (θα μείνουν να φάνε και να κοιμηθούν;) [μσν. ξεπεζεύω < ξε- πεζεύω κατά το ξεκαβαλικεύω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεπεταλώνω [ksepeta’lono]
ξεπεταλώνω [ksepeta’lono]: βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων. [< ξε- πεταλώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξερομαχιάζω [kseroma’çazo]
ξερομαχιάζω [kseroma’çazo]: α. διψάω πολύ. β. ανοίγω τις σανίδες του βαγενιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξενοτρώ [kseno’tro]
ξενοτρώ [kseno’tro]: α. φιλοξενούμαι για φαγητό. β. (μτφ.) επωφελούμαι σεξουαλικά από παράνομη σχέση. [< ξέν(ος) –ο- τρώω].
-
ξελαχιουρίζω [kselaçu’rizo]
ξελαχιουρίζω [kselaçu’rizo]: διώχνω τα πουλερικά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξελημεριάζω [kselime’rʝazo]
ξελημεριάζω [kselime’rʝazo]: περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι. [< ξε- (ο)λημερ(ίζω) –ιάζω].
-
ξεμασκλίζω [ksema’sklizo]
ξεμασκλίζω [ksema’sklizo]: ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό.
-
ξεμουτεύομαι [ksemu’tevome]
ξεμουτεύομαι [ksemu’tevome]: αναζωογονούμαι, ανανεώνομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεμπουκώνω [ksebu’kono]
ξεμπουκώνω [ksebu’kono]: (μτφ.) βγάζω από μέσα μου. [< ξε- μπουκώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεκουμπίζω [kseku’mbizo]
ξεκουμπίζω [kseku’mbizo]: για κπ. που υποχρεώνεται να φύγει από κάπου, όπου είναι ανεπιθύμητος: ‘Ξεκουμπίσου γρήγορα από εδώ!’ [ίσως αρχ. ἐκκομίζω ‘μεταφέρω προς τα έξω΄ (ἐκ- > ξε-), [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και τροπή [m > mb] ;]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεκωλώνω [kseko’lono]
ξεκωλώνω [kseko’lono]: α. κουράζω κπ. υπερβολικά· τον αναγκάζω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια: ‘Mας ξεκώλωσε στη δουλειά’. β. ξεριζώνω. [ξε- κώλ(ος) -ώνω (πρβ. μσν. ξεκωλωμένος ‘κίναιδος΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξελακκώνω [ksela’kono]
ξελακκώνω [ksela’kono]: βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα. [ξε- λάκ(ος) –ώνω].
-
ξεζαλώνω [kseza’lono]
ξεζαλώνω [kseza’lono]: ξεφορτώνω: ‘Ξεζάλωσε τα άλογα’. [ ξε- [ζάλ(ο) -ώνω(;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεθαρρεύουμαι [kseθa’revume]
ξεθαρρεύουμαι [kseθa’revume]: ξανοίγομαι, φέρομαι απερίσκεπτα: ‘Tα παιδιά ξεθάρρεψαν και άρχισαν να κολυμπούν στα βαθιά’. [ελνστ. ἐκθαρρ(ῶ) ‘παίρνω κουράγιο΄ μεταπλ. -εύουμαι (ἐκ- > ξε-)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξανεμίζω [ksane’mizo]
ξανεμίζω [ksane’mizo]: λιχνίζω. [(ε)ξανεμίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o