Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
πλατσιουράω [platʃu’rao]
πλατσιουράω [platʃu’rao]: τσαλαπατάω και παίζω στα νερά. [πλατσουρίζω < ηχομιμ. πλατς + -ουρ(ίζω) -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλερώνω [ple’rono]
πλερώνω [ple’rono]: πληρώνω.
-
πλευρομετράω [plevrome’trao]
πλευρομετράω [plevrome’trao]: χτυπώ κάποιον πολύ άσχημα. [πλευρ(ό) –ο- μετράω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πισπιλώνω [pispi’lono]
πισπιλώνω [pispi’lono]: σκεπάζω: ‘Πισπίλωσε με άχνη (ζάχαρη)’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πινίγω [pi’ɲiγο]
πινίγω [pi’ɲiγo]: πνίγω.
-
πιάνω [‘pcano]
πιάνω [‘pcano]: ασχολούμαι, απασχολούμαι, καταγίνομαι με κτ.: ‘Πιάνω τις δουλειές’. [μσν. πιάνω].
-
πήζω [‘pizo]
πήζω [‘pizo]: (μτφ.) τολμώ. ‘Δεν σου πήζει’ (δεν τολμάς). [θ. πηξ- του αρχ. πήγνυμι και σχημ. νέου ενεστ. -ζω αναλ. προς άλλα ρ. με υπερ. σύμφ. στο συνοπτ. θ.: έπλεξα – πλέκω, άνοιξα – ανοίγω].
-
πέσε [‘pese]
πέσε [‘pese]: πες.
-
περονιάζω [pero’ɲazo]
περονιάζω [pero’ɲazo]: για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά. ‘Mας περονιάζει η υγρασία’. [περόν(η) -ιάζω· [o > u] από επιδρ. του [n] ].
-
πεδουκλώνω [peðu’klono]
πεδουκλώνω [peðu’klono]: εμποδίζω, μπερδεύω, δεσμεύω. [αρχ. ‘πέδη'[συμφυρ. μπερδ(εύω) + (πεδ)ουκλώνω και υποχωρ. αφομ. [e-u > u-u] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παχνιάζω [pa’xɲazo]
παχνιάζω [pa’xɲazo]: βάζω τροφή στα ζώα στην πάχνη. [< πάχν(η) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραλοΐζω [paralo’izo]
παραλοΐζω [paralo’izo]: χάνω τα λογικά μου. [λόγ. < αρχ. παραλογίζ(ομαι) -ω].
-
παραλογάω [paralo’γao]
παραλογάω [paralo’γao]: παραληρώ. [< αρχ. παραλογ(ίζομαι) -άω].
-
παλουκώνομαι [palu’konome]
παλουκώνομαι [palu’konome]: μένω ακίνητος. [< παλούκ(ι) -ώνομαι].
-
παιδοκομάω [peðoko’mao]
παιδοκομάω [peðoko’mao]: αποκτώ παιδί. [λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]. Και: https://ilialang.gr/παιδοκομάου-pedokomau/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παγαίνω [pa’ʝeno]
παγαίνω [pa’ʝeno]: πηγαίνω: ‘Πάγαινε να νυχτώσει’. [μσν. παγαίνω]. Και: https://ilialang.gr/πααίνω-paeno/
-
ομβρίζω [om’vrizo]
ομβρίζω [om’vrizo]: (συν. στο 3 ενικό) βρέχει, υπάρχει διαρροή: ‘Ομπρίζει’ (υγροποιείται, βγάζει νερό). [< όμβρ(ος) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξετσουτσουρίζω [ksetsutsu’rizo]
ξετσουτσουρίζω [ksetsutsu’rizo]: α. ξεπετάγομαι. β. μεγαλώνω (κυρίως για παιδιά). Και: https://ilialang.gr/ξετσουτσουρνεύω-ksetsutsurnevo/
-
ξεφουσαίνω [ksefu’seno]
ξεφουσαίνω [ksefu’seno]: κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι. [ξε- φουσ(κώνω) -αίνω].
-
ξιέμαι [‘ksieme]
ξιέμαι [‘ksieme]: ξύνομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o