Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
σκιάζω [‘sciazo]
σκιάζω [‘sciazo]: τρομάζω, φοβίζω κπ.: ‘Mη σκιαχτείτε!’. [αρχ. σκιάζω].
-
σκαρτσαφαλώνω [skartsafa’lono]
σκαρτσαφαλώνω [skartsafa’lono]: ανεβαίνω σε δέντρο, σκαρφαλώνω [ίσως συμφυρ. καρφώνω + σκαλώνω: σ- καρφ(ώνω) + -(κ)αλώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκαμπίζω [ska’mbizo]
σκαμπίζω [ska’mbizo]: μόλις διακρίνω κάτι. [< ίσως, ελνστ. σκαμβάζω (προφ. [mb] ) ‘κάνω κτ. στριφτό, διαστρεβλώνω΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σέπομαι [‘sepome]
Σέπομαι [‘sepome]: σαπίζω < [αρχ. σήπομαι ‘σαπίζω’]. Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι “μήλο αν σου στείλω σέπεται…, κυδώνι μαραγκιάζει”.
-
σηκωπιθώνομαι [sikopi’θonome]
σηκωπιθώνομαι [sikopi’θonome]: α. σηκώνομαι και κάθομαι. β. μεταφέρω από σπίτι σε σπίτι κουτσομπολιά. [< σήκω + πιθώνομαι (κάθομαι κάτω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σιάζω [‘sçazo]
σιάζω [‘sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/ Και: https://ilialang.gr/ισιάζω-iscazo/
-
σγουμπιάζω [zγu’bʝazo]
σγουμπιάζω [zγu’bʝazo]: καμπουριάζω. [σγούμπ(α) -ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σάχνω [‘saxno]
σάχνω [‘saxno]: φτιάχνω, τακτοποιώ. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/
-
σβουγκουνάω [zvugu’nao]
Σβουγκουνάω [zvugu’nao]: πετάω δυνατά και περιστροφικά κάτι. Έκφραση: «του σβουγκούνισα μια πέτρα». Ίσως, ηχομιμητικό.
-
σαλαγκάω [sala’gao]
σαλαγκάω [sala’gao]: οδηγώ τα ζώα με κραυγές, σφυρίγματα για να προχωρήσουν [ελνστ. σαλαγῶ ‘ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή ‘κραυγή΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σάλντιξα [‘saldiksa]
σάλντιξα [‘saldiksa]: πέταξα, ξαπόστειλα [ίσως, ιταλ. saltar(e) -ω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρουπώνω [ru’pono]
ρουπώνω [ru’pono]: α. φουσκώνω. β. σφίγγουν από το νερό τα ξύλα του βαγενιού και δεν χάνει: Έκφραση: “ρούπωσε το βαρέλι” (γέμισε το βαρέλι). γ. τρώω λαίμαργα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ροκώνω [ro’kono]
ροκώνω [ro’kono]: βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού.
-
ρουκουλάω [ruku’lao]
ρουκουλάω [ruku’lao]: κυλάω: ‘Ρουκουλάει τον κατήφορο!’.
-
ρογώνω [ro’γono]
ρογώνω [ro’γono]: οργώνω το χωράφι που είναι κατάλληλο να καλλιεργηθεί μετά από βροχή. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρεντζουλάω [renzu’lao]
ρεντζουλάω [renzu’lao]: καταβρέχω χωρίς να προσέχω.
-
προσανάβω [prosa’navo]
προσανάβω [prosa’navo]: ανάβω τη φωτιά χρησιμοποιώντας προσάναμμα [προσ- ανάβω].
-
πουλομαδάω [puloma’ðao]
πουλομαδάω [puloma’ðao]: (μτφ.) χτυπάω κάποιον άσχημα. [πουλ(ί) -ο- μαδάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουμπώνω [pu’bono]
πουμπώνω [pu’bono]: α. γεμίζω ένα χώρο με καπνό, καπνίζω. β. θυμώνω, νευριάζω. γ. βουλώνει η μύτη μου. Και: https://ilialang.gr/πούμωσε/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποδοστατώ [poðosta’to]
ποδοστατώ [poðosta’to]: στέκομαι στα πόδια μου μετά από ανάρρωση. [πόδ(ι) –ο- στέκομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o