Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • τεντώνω [te’dono]

    τεντώνω [te’dono]: (μτφ) πεθαίνω: ‘Τέντωσε ο παππούς’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταρναρίζομαι [tarna’rizome]

    ταρναρίζομαι [tarna’rizome]: ταλαντεύομαι, λικνίζομαι. [ίσως, ελνσ. ταλανίζω < ταλανίζομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαρώνω [sa’rono]

    σαρώνω [sa’rono]: α. σκουπίζω. β. φτιάχνω σωρό [< 1. ελνστ. σαρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. balayer & αγγλ. sweep]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σώνω [‘sono]

    σώνω [‘sono]: α. τελειώνω. β. καταναλίσκω ή ξοδεύω κτ.: ‘Σώθηκε το ψωμί. Σώθηκαν τα λεφτά’. [μσν. σώνω < αρχ. σῴζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σωσ- κατά το σχ.: χασ- (έχασα) – χάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • συμπάω [si’bao]

    συμπάω [si’bao]: α. ανακατεύω φυσώντας την φωτιά για να δυναμώσει. β. κεντάω με λόγια κάποιον για να ανάψει ο καυγάς. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • συξιέμαι [si’ksieme]

    συξιέμαι [si’ksieme]: επιδιώκω κάτι με ανορθόδοξο τρόπο.

  • συκοβάλλω [siko’valo]

    συκοβάλλω [siko’valo]: συκοφαντώ, κακολογώ. [< συκο(φαντώ) + βάλλω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • συμπολιάζω [sibo’ʎazo]

    συμπολιάζω [sibo’ʎazo]: ταιριάζω. [< συ(ν) –μπόλ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στουφώνω [stu’fono]

    στουφώνω [stu’fono]: πνίγομαι: ‘Στούφωσα απ’ τη βρώμα’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στανιάρω [sta’ɲaro]

    στανιάρω [sta’ɲaro]: α. επανέρχομαι στην αρχική θέση: ‘Το βαρέλι στάνιαρε’ (έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει). β. στηρίζομαι. [< ιταλ stagnare ‘σταματώ, παύω (να ρέω) – στεγανώνω’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπορίζομαι [spo’rizome]

    σπορίζομαι [spo’rizome]: το ζώο που έχει διάρροια: ‘Σπορίστηκε το ζώο’. [σπόρ(ος) -ίζομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σταλίζω [sta’lizo]

    σταλίζω [sta’lizo]: α. οδηγώ κοπάδι, κυρίως προβάτων, σε σκιερό μέρος για μεσημεριανή ανάπαυση. β. ξεκουράζομαι το μεσημέρι κάτω από δέντρο [στάλ(ος) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουλατσέρνω [sula’tserno]

    σουλατσέρνω [sula’tserno]: περπατώ άσκοπα, κάνω βόλτες: ‘Σουλατσέρνανε πάνω κάτω, πάνω κάτω’. [ιταλ. sollazzar(e) ‘διασκεδάζω με ελαφρότητα΄ -ω ( [o > u] από επίδρ. του [l] )· σουλατσ(άρω) μεταπλ. -έρνω].  

  • σούπωσε [‘supose]

    σούπωσε [‘supose]: μαλάκωσε από το νερό. [< σούπ(α) –ώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουρλάου [su’rlau]

    σουρλάου [su’rlau]: α. σφυρίζω, σιγοσφυρίζω. β. χάνω τα λογικά μου, το μυαλό μου: ‘Είμαι σουρλιμένος’ (χάζεψα). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σούρνω [‘surno]

    σούρνω [‘surno]: α. σχολιάζω, κακολογώ, κουτσομπολεύω, βρίζω. β. ξεγλιστράω σιγά σιγά και αποσύρομαι: https://ilialang.gr/έσουρε/. [< αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω].

  • σουγλάω [su’γlao]

    Σουγλάω [su’γlao]: σουβλίζω < σουβλίζω με τροπή [v > γ] πριν από [l].

  • σκυλοπερνάω [skilope’rnao]

    σκυλοπερνάω [skilope’rnao]: α. βρίζω άσχημα κάποιον. β. ζω με δυσκολίες, πεινάω. [< σκυλ(ί) –ο- + περνάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκουντουφλάω [skudu’flao]

    σκουντουφλάω [skudu’flao]: α. σκοντάφτω παραπαίοντας. β. νευριάζω, μουτρώνω σε κπ. [ίσως συμφυρ. σκοντάφτω + τυφλός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκουντρίζω [sku’drizo]

    σκουντρίζω [sku’drizo]: χτυπάω με το αμάξι.