Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
φευγοδικάω [fevγoði’kao]
φευγοδικάω [fevγoði’kao]: κρύβομαι γιατί καταζητούμαι από τον νόμο. [< φεύγ(ω) –ο- δικ(ώ) –άω].
-
φεγγρίζει [fe’ŋgrizi]
φεγγρίζει [fe’ŋgrizi]: α. βλέπει αμυδρά. β. (μτφ.) διαπερνά κπ. το φως εξαιτίας της αδυναμίας του [< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φελάει [fe’lai]
φελάει [fe’lai]: ωφελεί: ‘Δε φελάει!’. [< (ω)φελεί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαρμακώνω [farma’kono]
φαρμακώνω [farma’kono]: α. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο. β. για πικρή γεύση: ‘Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα’. γ. (μτφ.) ‘Φαρμάκωσε τώρα’ (τρώγε τώρα) ή ‘κάνει φαρμάκι’ (κάνει πολύ κρύο) (αρχ. φαρμακῶ ‘θεραπεύω με φάρμακα΄)].
-
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]: καίω με κερί. [τσουρουφλίζω]. Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλάω-tsuruflao/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]: ζωηρεύω, υπερηφανεύομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]
τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]: τυλίγω το νήμα σε τυλιγάδι: ‘Οι υφάντρες τυλιγαδιάζουν τα νήματα’. [τυλιγάδ(ι) -ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουρλώνω [tsu’rlono]
τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουλώνω/
-
τσουλώνω [tʃu’lono]
τσουλώνω [tʃu’lono]: σηκώνω τα χείλη [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουρλώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]: τηγανίζω. [ηχομημ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαμπουνάω [tsabu’nao]
τσαμπουνάω [tsabu’nao]: μιλώ πολύ και ανόητα: ‘Τι μου τσαμπουνάς τώρα;’. [μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]
τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]: πληγώνω κάποιον πετώντας πέτρα στο κεφάλι του. [< τρ(ύ)π(α) –ο- κεφαλ(ι) –ιάζω].
-
τροΰρω [tro’iro]
τροΰρω [tro’iro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω]. Και: https://ilialang.gr/τρογύρω-troγiro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τραφιάζω [tra’fiazo]
Τραφιάζω [tra’fiazo]: γκρεμίζω, πέφτω.
-
τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]
τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]: κρυώνω, τρέμω από το πολύ κρύο < τρέμ(ω) –ο- μσν. τουρτουρίζω < ελνστ. ταρταρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] ) < Τάρταρος]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρεμπεκλάω [trebe’klao]
τρεμπεκλάω [trebe’klao]: τρικλίζω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τυλώνω [ti’lono]
τυλώνω [ti’lono]: χορταίνω: ‘Την τύλωσα την μπάκα μου’ (χόρτασα). [αρχ. τυλ(ῶ) ‘κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο’ -ώνω].
-
τηράγομαι [ti’raγome]
τηράγομαι [ti’raγome]: κοιτάζω τον εαυτό μου. [< τηρ(άω) -άγομαι].
-
τζιολεύω [dzo’levo]
τζιολεύω [dzo’levo]: πειράζω, ενοχλώ κάποιον. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τετοιώνω [te’tiono]
τετοιώνω [te’tiono]: εκτελώ σεξουαλική πράξη. [< τέτοι(ος) –ώνω]. Και: https://ilialang.gr/αυτώνω/ Και: https://ilialang.gr/απαυτώνω-apaftono-ομαι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o