Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • ψωμώνω [pso’mono]

    ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].

  • χοχλάζω [xo’xlazo]

    χοχλάζω [xo’xlazo]: 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. [λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x].

  • χλαπακώνω [xlapa’kono]

    χλαπακώνω [xlapa’kono]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/

  • χλαπουτσάω [xlapu’tsao]

    χλαπουτσάω [xlapu’tsao]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χλιαίνω [‘xʎeno]

    χλιαίνω [‘xʎeno]: κάνω κτ. χλιαρό, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας τη θερμοκρασία του: ‘Άφησε το γάλα να χλιάνει’. [αρχ. χλιαίνω].

  • χαρχαλεύω [xarxa’levo]

    χαρχαλεύω [xarxa’levo]: ψάχνω κάτι αθόρυβα. [ηχομιμ.].

  • χαλώ [xa’lo]

    χαλώ [xa’lo]: (μτφ.) σκοτώνω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαμπερίζω [xambe’rizo]

    χαμπερίζω [xambe’rizo]:  υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].

  • χαλεύω [xa’levo]

    χαλεύω [xa’levo]: γυρεύω: ‘Τι χαλεύεις εκεί δα;’ [ < χαλ(από την αρχ. δωρ. λ. χαλή*) -εύω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαβιώνω [xa’vʝono]

    χαβιώνω [xa’vʝono]: εξαπατώ κάποιον.

  • φωτίζω [fo’tizo]

    φωτίζω [fo’tizo]: αδυνατίζω λόγω έλλειψης τροφής [αρχ. φωτίζω].

  • φτερακάω [ftera’kao]

    φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φτουράω [ftu’rao]

    φτουράω [ftu’rao]: α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: ‘Το κρασί δε φτούρησε’. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά. [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω’ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φρίκιασα [‘fricasa]

    φρίκιασα [‘fricasa]: φοβήθηκα. [< αρχ. φρίκ(η) –ιασα].

  • φουσκώνω [fu’skono]

    φουσκώνω [fu’skono]: νευριάζω [μσν. φουσκώνω < φούσκ(α) -ώνω].

  • φουσάω [fu’sao]

    φουσάω [fu’sao]: φυσάω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φουρκάω [fu’rkao]

    φουρκάω [fu’rkao]: κρεμάω: ‘Φουρκίστηκε’ (απαγχονίστηκε): https://ilialang.gr/φουρκίστηκε/. [ ελνστ.< φουρκ(ίζω) -άου]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φλουδάω [flu’ðao]

    φλουδάω [flu’ðao]: κάψιμο από καυτό φαγητό: ‘Φλούδισα η κακομοίρα!’ [ < φλούδ(α) –άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φιλεύω [fi’levo]

    φιλεύω [fi’levo]: α. προσφέρω σε κπ. κτ. ως κέρασμα. β. προσφέρω σε κπ. με φιλική διάθεση φαγώσιμα ή ποτά, κάνω το τραπέζι σε κπ. [μσν. *φιλεύω (πρβ. μσν. φιλεύγω) < φίλ(ος) -εύω].

  • φκιάνω [‘fcano]

    φκιάνω [‘fcano]: α. φτιάχνω. β. χαιρετισμός: ‘Τι φκιάνς; (τι κάνεις;)[< φτιάνω με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftáno > fáno] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].