Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • σγαρλάω [ zγa’rlao]

    σγαρλάω [ zγa’rlao]: ανακατεύω: ‘Τι σγαρλάς κει δα;’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σγούφτω [‘zγufto]

    σγούφτω [‘zγufto]: σκύβω.

  • σταρεύω [sta’revo]

    σταρεύω [sta’revo]: συνηθίζω.  

  • στρεμπεκλάω [strebe’klao]

    στρεμπεκλάω [strebe’klao]: παραπατάω ζαλισμένος. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σωρώνω [so’rono]

    σωρώνω [so’rono]: φτιάνω σωρό. [σωρ(ός) -ώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]

    τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/ Όπως και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/

  • τρογύρω [tro’γiro]

    τρογύρω [tro’γiro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω]. Και: https://ilialang.gr/τροΰρω-τρογύρω/

  • τσουρουφλάω [tsuru’flao]

    τσουρουφλάω [tsuru’flao]: καίω με κερί. [τσουρουφλ(ίζω) -άω]. Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλίζω/

  • αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]

    αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακιάζου (άγνωστη ετυμολογία)]. Και: https://ilialang.gr/αναγαλακούνου-και-αναγαλακιάζου-ανα/

  • γλέπω [‘γlepo]

    γλέπω [‘γlepo]: βλέπω. [βλέπω με τροπή του βλ σε γλ]. Και: https://ilialang.gr/γλέπω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γουρμάω [γu’rmao]

    γουρμάω [γu’rmao]: α. ωριμάζω. β. χτυπάω άσχημα: ‘Θα σε γουρμάσω στο ξύλο’ (θα σε χτυπήσω πολύ). Και: https://ilialang.gr/γουρμάζω-γουρμάω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • καπινίζω [kapi’nizo]

    καπινίζω [kapi’nizo]: καπνίζω. [καπ(ι)νίζω]. Και: https://ilialang.gr/καπινάου-καπινίζω-ρημ-καπνίζω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κορατσιάζω [kora’tsʝazo]

    κορατσιάζω [kora’tsʝazo]: διψάω πολύ. Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/ Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κριτσανίζω [kritsa’ɲizo]

    κριτσανίζω [kritsa’ɲizo]: για το χαρακτηριστικά ψιλό και ξερό θόρυβο που παράγεται, όταν μασάμε κτ. πολύ ξεροψημένο. [κριτς -ανίζω]. Και: https://ilialang.gr/κριτσανάω-κριτσανίζω-kritsanizo/

  • συνταυλίζω [sinda’vlizo]

    συνταυλίζω [sinda’vlizo]: ανακινώ τα ξύλα για να πιάσει καλύτερα η φωτιά στα ξύλα. [συδ-: συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω-ή-συμπάω/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ξαμώνω [ksa’mono]

    ξαμώνω [ksa’mono]: πλησιάζω: ‘Μην με ξαμώνεις, ε;’  [μσν. εξαμώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έξαμ(ον) -ώνω < λατ. exam(en) ‘ζύγισμα, προσεχτική εξέταση΄ -ον].

  • βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]

    βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (νεότ. γρ. γκο-) [< βαρύ+γνωμώ]. Και: https://ilialang.gr/βαρυγωμού-βαρυγγωμώ-βαρυγωμώ-μτχ-πα/

  • μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]

    μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]: απογίνομαι: ‘Έχει μπαχαλέψει τελείως ο γέροντας’ (είναι ανίκανος πια για δουλειές). [μπαχαλ(ός) -ιαίνω].

  • τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]

    τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]: σηκώνω τα οπίσθια: ‘Τουρλοκολιάστηκε από το ζώο’ (έπεσε εξαιτίας ενός ζώου). [< τούρλ(α) –ο- κώλ(ος) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]

    καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]: καίω τα χορτάρια. [καψάλ(α) -ιάζω]. Και: https://ilialang.gr/καψαλάου-περικαίω-επιφανειακά-καψαλ/