Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
μουστρίζω [mu’strizo]
μουστρίζω [mu’strizo]: αλείφω: ‘Κάθε καλοκαίρι μουστρίζει την αυλή’. [ιταλ. mostra ‘παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα’ -ίζω].
-
μολογάω [molo’γao]
μολογάω [molo’γao]: α. λέω, διηγούμαι κτ. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/μολογώ-moloγo/
-
μολεύω [mo’levo]
μολεύω [mo’levo]: μολύνω. [αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μαυλάω [ma’vlao]
μαυλάω [ma’vlao]: καλώ τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή. [ελνστ. μαυλ (ίζω) –αω ‘παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου’]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μαρκαλάω [marka’lao]
μαρκαλάω [marka’lao]: α. η σεξουαλική πράξη των ζώων. β. (μειωτ.) για γυναίκα ανήθικη που ερωτοτροπεί με πολλούς συντρόφους [μάρκαλ(ος) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαλιναρίζω [malina’rizo]
μαλιναρίζω [malina’rizo]: φοβάμαι, τρομάζω κπ.: ‘Με μαλινάρισες’. [μαλίν(α) -αρίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λουρώνω [lu’rono]
λουρώνω [lu’rono]: μαλακώνω, γίνομαι ευλύγιστος. [λούρ(α) -ώνω].
-
λιβάκωσα [li’vakosa]
λιβάκωσα [li’vakosa]: παραζεστάθηκα, ίδρωσα.
-
λαμίζω [la’mizo]
λαμίζω [la’mizo]: βάζω κάποιο μέταλλο, πέτρα ή κεραμίδι στην φωτιά μέχρι να κοκκινίσει. [ιταλ. lam(a) -ίζω].
-
λακάω [la’kao]
λακάω [la’kao]: φεύγω τρέχοντας. [λακώ: ελνστ. λακῶ ‘σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ ‘τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ·λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]. Και: https://ilialang.gr/λακώ-lako-άου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf,
-
λαιμουριάζω [lemu’rʝazo]
λαιμουριάζω [lemu’rʝazo]: πιάνω κπ. από τον λαιμό και του αφήνω σημάδια. [λαιμ(ός) -ουριάζω].
-
κρυαδίζει [kria’ðizi]
κρυαδίζει [kria’ðizi]: αρχίζει να κάνει κρύο. [κρύ(ο) -αδίζει].
-
κόφτει [‘kofti]
κόφτει [‘kofti]: δείχνει ενδιαφέρον, στην Φράση: ‘Με νοιάζει και με κόφτει’. [κόβω].
-
κουσκουτεύω [kusku’tevo]
κουσκουτεύω [kusku’tevo]: α. χαζεύω, αργοπορώ. β. ψαχουλεύω κτ.: ‘Τι κουσκουτεύεις κει δα;’ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοτάω [ko’tao]
κοτάω [ko’tao]: τολμώ. [μσν. κοτώ ‘ρισκάρω΄ < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος΄ -ώ (πρβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω ‘παίζω ζάρια΄) (ορθογρ. απλοπ.)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κορακιάζω [kora’cazo]
κορακιάζω [kora’cazo]: διψάω πολύ. [κόρακ(ας) -ιάζω(από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak ‘στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]. Και: https://ilialang.gr/κορατσιάζω-koratsiazo/ Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοκολογιέμαι [kokolo’ʝeme]
κοκολογιέμαι [kokolo’ʝeme]: ζητάω ερωτικό σύντροφο (για ζώα).
-
κλαρίζω [kla’rizo]
κλαρίζω [kla’rizo]: κόβω τα κλαδιά των δένδρων. [κλαρ(ί) -ίζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλαμαρώνω [klama’rono]
κλαμαρώνω [klama’rono]: α. (ειρ.) καμαρώνω: ‘Γιάτρα τον πως κλαμαρώνει σαν γύφτικο σκερπάνι’. β. ξεχνιέμαι προσηλωμένος σε κάτι.
-
κενώνω [ce’nono]
κενώνω [ce’nono]: βάζω φαγητό στα πιάτα, σερβίρω. [λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o