Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
πλανεύω [pla’nevo]
πλανεύω [pla’nevo]: παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.). [μσν. πλανεύω < πλάν(η) -εύω].
-
πηδοβολάω [piðovo’lao]
πηδοβολάω [piðovo’lao]: κάποιος που σκέπτεται ερωτικά, αναζητώντας ερωτική ικανοποίηση. [πηδ(ώ) -ο- βολ(ή) -άω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πετσώνω [pe’tsono]
πετσώνω [pe’tsono]: α. χτυπάω κάποιον άσχημα. β. τρώω χορταστικά: ‘Την πέτσωσα σήμερα’ (την έκανα ταράτσα). γ. καλύπτω τρύπες σε κατασκευή. [μσν. πετσώνω < πετσ(ί) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]
παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]: στηρίζομαι και ελπίζω σε κάποιον αλλά διαψεύδομαι: ‘Μη παραθαρριέσαι σε αυτόν!’. [παρά- θάρρ(ος) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραδίνω [para’ðino]
παραδίνω [para’ðino]: α. (μτφ.) βλαστημώ. β. αποδίδω. [παρά- + δίνω].
-
παραβολιάζω [paravo’ʎazo]
παραβολιάζω [paravo’ʎazo]: βόσκω τα πρόβατα στην άκρη του χωραφιού. [λόγ. < αρχ. παραβολ(ή) -ιάζω].
-
ξεσπινάω [ksespi’nao]
ξεσπινάω [ksespi’nao]: αφαιρώ τα σπόρια από τα κλουβιά ή το καλαμπόκι από το κότσαλο.
-
ξεσγουπίζω [ksezγu’pizo]
ξεσγουπίζω [ksezγu’pizo]: παίρνω επάνω μου κάτι.
-
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]: χτυπάω κάποιον άσχημα, ξεκινώντας από τον σβέρκο. [ξε– + σβέρκ(ος) –ιάζω].
-
ξαρίζω [ksa’rizo]
ξαρίζω [ksa’rizo]: καθαρίζω, κόβω χόρτα και κλαδιά. [ίσως ηχομιμ.].
-
ντώνω [‘dono]
ντώνω [‘dono]: αφήνω, παρατάω, χαλαρώνω. [(τε)ντώνω].
-
ντραφιάζομαι [dra’fçazome]
ντραφιάζομαι [dra’fçazome]: πέφτω κάτω, παραπατώ, πέφτω μέσα σε γράνα ή τάφρο: ‘Καθώς κατέβαινα, νταφριάστηκα κα και μήτε να σηκωθώ δεν μπόρηγα’. [ίσως, τάφρ(ος) -ιάζομαι].
-
ντοριάζω [do’rʝazo]
ντοριάζω [do’rʝazo]: α. βρίσκω την σειρά μου, βρίσκω τον δρόμο μου. β. όταν το σκυλί ανακαλύπτει την μυρωδιά του θηράματος. [ < ντορ(ός) -ιάζω ‘τα ίχνη που αφήνει το θήραμα’ < άγνωστη ετυμολογία].
-
ντηριέμαι [di’rʝeme]
ντηριέμαι [di’rʝeme]: δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι. [ντηρ(ούμαι) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταραβερίζομαι [darave’rizome]
νταραβερίζομαι: α. συνεταιρίζομαι. β. έχω ερωτική παρέα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ίζομαι].
-
νταγιαντώ [daʝa’ndo]
νταγιαντώ [daʝa’ndo]: υπομένω, αντέχω: ‘Δεν νταγιάντιζε άλλο τη μιζέρια’. [τουρκ. dayand(ι) γ’ εν. αορ. του ρ. dayan- ‘στηρίζομαι, αντιστέκομαι΄ -ίζω· νταγιαντ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. νταγιαντισ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νογάω [no’γao]
νογάω [no’γao]: αρχίζω να καταλαβαίνω: ‘Aυτός δε νογάει ντιπ’. [μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νιρίζω [ni’rizo]
νιρίζω [ni’rizo]: κλαψουρίζω: ‘Μη νιρίζεις συνέχεια’.
-
μπουχίζω [bu’xizo]
μπουχίζω [bu’xizo]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -ίζω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπουχάω-μπουχίζω/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπλατσουράω [blatsu’rao]
μπλατσουράω [blatsu’rao]: περπατάω στα νερά. [ηχομιμ. πλατς + -ουράω].