Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]: έφαγα πολύ, πρήστηκα.
-
συνταυλάω [sinda’vlao]
συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω-ή-συμπάω/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/
-
συνεμπαίνω [sine’mbeno]
συνεμπαίνω [sine’mbeno]: ανακατεύομαι: ‘Μην συνεμπαίνεις στο ζευγάρι’. [συν -μπαίνω].
-
στουμπίζω [stu’mbizo]
στουμπίζω [stu’mbizo]: κοπανάω κάτι, κτυπώ. [σλαβ. stonpa(;) -ίζω].
-
σούρνει [‘surni]
σούρνει [‘surni]: έχει σεξουαλικές ορμές. [σέρνω].
-
σουδιάζω [su’ðʝazo]
σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].
-
σκούζω [‘skuzo]
σκούζω [‘skuzo]: οδύρομαι, φωνάζω. [ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος’ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)].
-
σκαρίζω [ska’rizo]
σκαρίζω [ska’rizo]: οδηγώ κοπάδι στη βοσκή. [ελνστ. σκαρίζω ‘αναπηδώ’].
-
σκαπετάω [skape’tao]
σκαπετάω [ksape’tao]: α. χάνομαι, απομακρύνομαι. β. καταπίνω. (ίσως βλάχικο askâpitã soarli ‘κρύφτηκε ο ήλιος’). Βλ. σχετικά: http://pitharidiogenous.blogspot.com/2012/07/blog-post_03.html
-
σεργιανίζω [serʝa’nizo]
σεργιανίζω [serʝa’nizo]: περιδιαβαίνω. [σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-].
-
σβερκώνω [zve’rkono]
σβερκώνω [zve’rkono]: χτυπάω κάποιον. [σβέρκ(ος) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σβερκώνομαι [zve’rkonome]
σβερκώνομαι [zve’rkonome]: κοιμάμαι. [σβέρκ(ος) -ώνομαι].
-
σαλαχάω [sala’xao]
σαλαχάω [sala’xao]: οδηγώ τα ζώα.
-
σακιάζω [sa’cazo]
σακιάζω [sa’cazo]: πιέζω το σακί να χωρέσει περισσότερα. [σακ(ί) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρουτζώνω [ru’dzono]
ρουτζώνω [ru’dzono]: κρατάω μούτρα: ‘Έλα τώρα που ρουτζώνεις!’.
-
ροβολάω [rovo’lao]
ροβολάω [rovo’lao]: α. (για έμψ.) κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω: ‘Ροβόλησε κατά τον κάμπο’. [ίσως λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα΄ (πρβ. μσν. ροβελεύω, ίδ. ετυμ.) > *ροβολ(εύω) (υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o]) και μεταπλ. -ώ].
-
ράνω [‘rano]
ράνω [‘rano]: κάνω. [αρχ. ῥαίνω].
-
προκάνω [pro’kano]
προκάνω [pro’kano]: προλαβαίνω: ‘Δεν προκάνω κοκόνα μου’. [αρχ. προκάμνω ‘μοχθώ από πριν’ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.) < προ- κάνω].
-
προγκάω [pro’ŋgao]
προγκάω [pro’ŋgao]: α. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο. β. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω. γ. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου. [πρόγκ(α) -άω]. Και: https://ilialang.gr/επρόγκιξα/
-
πουμώνω [pu’mono]
πουμώνω [pu’mono]: γεμίζω καπνό. Και: https://ilialang.gr/πουμπώνω/