Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]
ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]: α. βοηθώ κάποιον αδύναμο. β. πονάω για κάποιον άλλον. [ψυχ(ή) -ο- πον(άω) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ψανιάζει [psa’ɲazi]
ψανιάζει [psa’ɲazi]: όταν αρχίσει το σιτάρι να καρπίζει: ‘Επιτέλους το χωράφι ψανιάζει’. [< ψάνη https://ilialang.gr/ψάνη-η/ + -ιάζει].
-
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]: α. ζεσταίνω τα χέρια με την ανάσα μου. β. κάποιος που βγάζει κλαψιάρικα επιφωνήματα [ηχομ.].
-
χλιμιντράει [xlimi’ndrai]
χλιμιντράει [xlimi’ndrai]: α. φωνάζει το άλογο. β. (μτφ) κοκορεύεται. [μσν. *χλιμιντρίζω (πρβ. μσν. χλιμιτρίζω) < αρχ. χρεμετίζω ίσως ηχομιμ.· μσν. *χλιμιντρώ (πρβ. μσν. χιλιμιντρώ) < χλιμιντρ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βά ση το συνοπτ. θ. χλιμιντρισ-].
-
χλαπακιάζω [xlapa’cazo]
χλαπακιάζω [xlapa’cazo]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/
-
χάσκω [‘xasko]
χάσκω [‘xasko]: α. έχω ανοικτό το στόμα. β. λέω ασυναρτησίες. γ. γελάω χωρίς λόγο. δ. πεινάω. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω ‘καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) – κλέβω].
-
χαραλεύω [xara’levo]
χαραλεύω [xara’levo]: ψάχνω για κάτι προκαλώντας μικρό θόρυβο.
-
χαλιουρίζω [xaʎu’rizo]
χαλιουρίζω [xaʎu’rizo]: βγάζω άναρθρους ήχους, ψελλίζω ακαταλαβίστικα.
-
φτουράει [ftu’rai]
φτουράει [ftu’rai]: επαρκεί: ‘Δεν φτουράει το φαί’ [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω].
-
φουσκοβάλλω [fusko’valo]
φουσκοβάλλω [fusko’valo]: συκοφαντώ, βάζω λόγια. [φούσκ(α) -ο- βάλλω]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φουρλατίζω [furla’tizo]
φουρλατίζω [furla’tizo]: είμαι ανήσυχος [φούρλ(α) -τίζω] < [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ].
-
φουρκίστηκε [fu’rkistike]
φουρκίστηκε [fu’rkistike]: κρεμάστηκε, απαγχονίστηκε. [ελνστ. φουρκίζω].
-
τυλώνομαι [ti’lonome]
τυλώνομαι [ti’lonome]: χορταίνω, τρώγω χορταστικά: ‘Τυλώθηκα, ο άνθρωπος!’. [αρχ. τυλ(ῶ) ‘κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο’ -ώνω].
-
τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]
τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]: κτυπάω με ψιλή βέργα. [ίσως, τσούζω ‘με πονάει κτ., κρεμώ κπ. σε καπνό για τιμωρία'< τσούκζω < περσ. suqt ‘φωτιά’ ή αρχ. σίζω ‘σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)’].
-
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].
-
τσιγκλάω [tsi’glao]
τσιγκλάω [tsi’glao]: πειράζω, ενοχλώ. [ίσως < τσιγκέλ(ι) -ίζω με συγκ. του άτ. [e] και μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσιγκλισ-].
-
τριτσινάω [tritsi’nao]
τριτσινάω [tsitsi’nao]: (κυρίως, για ζώα) κλωτσάω χοροπηδώντας: ‘Μην με τσιτσινάς τώρα!’ Και: https://ilialang.gr/ντριτσινάω/
-
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/
-
τηράω [ti’rao]
τηράω [ti’rao]: βλέπω: ‘Τήρα την πως κλαμαρώνει!’ (κοίταξέ την πως καμαρώνει). [αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ’ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τζολεύω [dzo’levo]
τζολεύω [dzo’levo]: α. πειράζω κάποιον. β. κλέβω: ‘Το τζόλεψα!’ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf