Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • αντιταίνω [andi’teno]

    αντιταίνω [andi’teno]: αντιμιλάω, αντιλέγω. [αρχ. αντιτείνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αντιλογάου [andilo’γau]

    αντιλογάου [andilo’γau]: φέρνω αντίρρηση. [αντί + λέγ(ω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανεμοτουρλίζω [anemotu’rlizo]

    ανεμοτουρλίζω [anemotu’rlizo]: ανακατώνω, τα φέρνω άνω-κάτω. [άνεμ(ος) -ο- + τουρλ(α) -ίζω]. Και: https://ilialang.gr/ανεμοτούρλησα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναχαράζω [anaxa’razo]

    αναχαράζω [anaxa’razo]: μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω]. Και: https://ilialang.gr/αναχαράσσω/

  • ανασπάζουμαι [ana’spazume]

    ανασπάζουμαι [ana’spazume]: ασπάζομαι: ‘Ούλο τις εικόνες ανασπάζεσαι!’ [αν(α)- + ασπάζομαι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανατσουτσουρώνουμαι [anatsutsu’ronume]

    ανατσουτσουρώνουμαι [anatsutsu’ronume]: συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου: ‘Ανατσουτσούρωσε και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι’. [ανά – τσουτσουρώνωμαι (άγνωστη ετυμολογία)].

  • ανασκουμπώνουμαι [anasku’mbonume]

    ανασκουμπώνουμαι [anasku’mbonume]: (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ. [μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] ) < ανακομπώνω (ανάπτ. -σ- ίσως από επίδρ. του ανασηκώνω) < ανακομπ(ώ) ‘σηκώνω το ρούχο μου, σηκώνω τα μανίκια΄ -ώνω < ανα- κόμπ(ος) -ώ]. Και: https://ilialang.gr/ανασκουμπώνω-anaskumbono/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανασταίνω [ana’steno]

    ανασταίνω [ana’staino]: (μτφ.) ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί: ‘Τον έχει αναστήσει ο παππούς του’. [μσν. ανασταίνω < ελνστ. ἀνιστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω (αρχ. ἀνίστημι) κατά το ανάσταση]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανασγουρλεύω [anazγu’rlevo]

    ανασγουρλεύω [anazγu’rlevo]: ανακατεύω, ψάχνω να βρω κάτι: ‘Την έπιασε ν’ ανασγουρλεύει τα πράματα’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναπιάνω [ana’pçano]

    αναπιάνω [ana’pçano]: πλάθω, ανακατώνω: ‘Αναπιάνω προζύμι για να φτιάξω ψωμί’. [ανά + πιάνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανάνηψε [a’nanipse]

    ανάνηψε [a’nanipse]: έγινε καλά ύστερα από ασθένεια. [λόγ. < ελνστ. ἀνάνηψις ‘ξύπνημα΄ (-σις > -ση)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναγκλαδίζομαι [anangla’ðizome]

    αναγκλαδίζομαι [anangla’ðizome]: τεντώνω τα χέρια προς τα πάνω-πίσω και το στέρνο μπροστά, συνοδευτικός με χασμουρητό. [< ανακλαδίζ(ω) -ομαι κατά το τεντώνομαι < ανα- κλαδ(ί) -ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναγελάου [anaγe’lau]

    αναγελάου [anaγe’lau]: κοροϊδεύω κάποιον, χλευάζω: ‘Όλοι αναγελούν με τον άμοιρο’. [ανα- + γελά(ω) -ου]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναβαΐζω [anavaꞋizo]

    αναβαΐζω [anava’izo]: λαχανιάζω: ‘Αναβαΐζεις κάθε μέρα!’ (Λαχανιάζεις συνεχώς). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αμποδιέμαι [aboꞋðʝeme]

    αμποδιέμαι [aboꞋðʝeme]: εμποδίζομαι από κάτι, στέκομαι μπροστά σε εμπόδιο. [εμποδ(ίζομαι) -ιέμαι μετατρ. αρχικού ε– σε α-].

  • αμποδάω [aboꞋðao]

    αμποδάω [ambo’ðao]: α. εμποδίζω. β. κάνω κουτρούλια σε χωράφι που δεν πρέπει να βοσκηθεί. [εμποδ(ίζω) -άω, μετατρ. αρχικού ε– σε α-]. Βλ. επίσης: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αμποδώ&dq= Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αμολάω [amoꞋlao]

    αμολάω [amoꞋlao]: αφήνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο, ανεμπόδιστο, απολύω. [βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι’) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α-  από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ]. Και: https://ilialang.gr/αμπολάω/

  • άμε [Ꞌame]

    άμε [Ꞌame]: πήγαινε, πηγαίνετε. [άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν ‘πάμε’ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]. Και: https://ilialang.gr/αμέτε-aꞌmete/

  • αλυχτάου [aliꞋxtau]

    αλυχτάου [aliꞋxtau]: φωνάζω δυνατά. [μσν. αλυχτώ < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-il > nal > n-al] ή μέσω του ελνστ. τ. ἀλυκτῶ (κρητική διάλ.)]. Και: https://ilialang.gr/αλυχτάω/

  • αλυχτάω [aliꞋxtao]

    αλυχτάω [aliꞋxtao]: (μτφ.) συμπεριφέρομαι σαν σκυλί που γαβγίζει όταν έχει αντιληφθεί θήραμα και φωνάζω δυνατά: ‘Aλυχτούσαν όλη νύχτα από το πιοτί’ [μσν. αλυχτώ -άω < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a]. Και: https://ilialang.gr/αλυχτάου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf