Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • αρταίνουμαι [a’rtenume]

    αρταίνουμε [a’rtenume]: παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: ‘Θα μεταλάβω και δεν αρταίνουμαι’ [μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) ‘μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]. Και: https://ilialang.gr/αρταίνομαι/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρουλιέμαι [aru’ʎeme]

    αρουλιέμαι [aru’ʎeme]: ουρλιάζω. (Κανελλακόπουλος).

  • αρούπωτος [a’rupotos]

    αρούπωτος, -η, -ο [a’rupotos]: αχόρταγος: ‘Φτούνο το παιδί μπίτι αρούπωτο ‘ναι’. [α- + ρουπ(ώνω) -ωτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]

    αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]: μάλλωσα με κάποιον. (Κανελλακόπουλος).

  • αποχτώ [apo’xto]

    αποχτώ [apo’xto]: αποχτώ, γεννώ παιδί.

  • αποσούρνω [apo’surno]

    αποσούρνω [apo’surno]: σαρώνω πρόχειρα, σκουπίζω πρόχειρα: ‘Μην αποσούρνεις όσα βλέπει η πεθερά’ [από + σ(έ)ούρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αποκόβω [apo’kovo]

    αποκόβω [apo’kovo]: απογαλακτίζω. [από + κόβω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απόλυσε [a’polise]

    απόλυσε [a’polise]: (μτφ.) φύτρωσε. [αόριστος. φυτρώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αποκιώνω [apo’cono]

    αποκιώνω [apo’cono]: αποτελειώνω. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απαυτώνω [apa’ftono]

    απαυτώνω [apa’ftono]: εκτελώ σεξουαλική πράξη: ‘Tην απαύτωσε’. [απαυτ(ός) -ώνω] Και: https://ilialang.gr/αυτώνω/ Και: https://ilialang.gr/τετοιώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανεμοτουρλώνω [anemotu’rlono]

    ανεμοτουρλώνω [anemotu’rlono]: ανακατεύω. [ανέμ(ι) + -ο- + τουρλώνω]. Και: https://ilialang.gr/ανεμορτουλίζω/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]

    αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]: ανασηκώνω: ‘Αναφουφούλιασα το μαξιλάρι’. [ανα- + φουφούλ(α) + -ιάζω (αγνωστη ετυμολογία)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναχαράσσω [anaxa’raso]

    αναχαράσσω [anaxa’raso]: αναχαράζω, μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω]. Και: https://ilialang.gr/αναχαράζω/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]

    ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]: (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: ‘Aνασκουμπώνομαι για δουλειά’. [μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] ) < ανακομπώνω (ανάπτ. -σ- ίσως από επίδρ. του ανασηκώνω) < ανακομπ(ώ) ‘σηκώνω το ρούχο μου, σηκώνω τα μανίκια΄ -ώνω < ανα- κόμπ(ος) -ώ]. […]

  • ανατσαπουλιάζω [anatsapu’ʎazo]

    ανατσαπουλιάζω [anatsapu’ʎazo]: ξαναβρίσκω τη δύναμή μου μετά από κάποια ασθένεια, ανακάμπτω: ‘Ανατσαπούλιασα και βγήκα πάλι στο χωράφι’. [αν(α)- + τσαπουλιάζω (άγνωστη ετυμολογία)]. (Κανελλακόπουλος). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανανοήθηκα [anano’iθika]

    ανανοήθηκα [anano’iθika]: μισοξύπνησα. [ίσως, αν(α)- + αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον ‘έννοια΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναμουτεύω [anamu’tevo]

    αναμουτεύω [anamu’tevo]: αναζωογονούμαι. [ανά- + ουσ. μούτα + κατάλ. ‑εύω ‘αποβάλω το πτέρωμα και αποκτώ καινούργιο’· πβ. μεσν. λατ. mutare (Du Cange, Lat., στη λ. 1). Τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. στο Meursius (λ. μούτα)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναζουπάω [anazu’pao]

    αναζουπάω [anazu’pao]: αναρρώνω: ‘Αναζούπισε ο παππούς κι άρχισε πάλι να τρυγά’. [ανά + ζουπάω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναγαλακούνου [anaγala’kunu]

    αναγαλακούνου [anaγala’kunu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακούνου (άγνωστη ετυμολογία]. Και: https://ilialang.gr/αναγαλακιάζου-anaγalaciazu/

  • αναγοήθηκα [anaγo’iθika]

    αναγοήθηκα [anaγo’iθika]: συνήλθα σιγά σιγά μετά το πρωινό χουζούρι και επανήλθα στη φυσική μου κατάσταση. (Κανελλακόπουλος).