Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
γανώνω [γa’nono]
γανώνω [γa’nono]: επαλείφω με κασσίτερο χάλκινα σκεύη· (επι)κασσιτερώνω [μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: ‘στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κτ. να λάμπει΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρδαμώνω [γarða’mono]
γαρδαμώνω [γarða’mono]: ανακτώ δυνάμεις [αρχ. κάρδαμος < καρδαμώνω με τροπή κ σε γ]. Και: https://ilialang.gr/γκαρδαμώνω/ Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γανιάζω [γa’ɲazo]
γανιάζω [γa’ɲazo]: α. για χάλκινα σκεύη από τα οποία έχει φύγει η επικασσιτέρωση και καλύπτονται από ένα στρώμα θειικού χαλκού. β. ύφασμα που πιάνει σκόρο [γάν(α) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουρλιάζω [vu’rʎazo]
βουρλιάζω [vu’rʎazo]: συγκεντρώνω, συναρμολογώ [βούρλ(ο) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βουρλίζω [vu’rlizo]
βουρλίζω [vu’rlizo] -ομαι: κάνω κπ. έξαλλο, τον τρελαίνω: ‘Μην με βουρλίζεις τώρα!’ [μσν. βουρλίζω ‘τρέμω σαν βούρλο΄ < βούρλ(ο) -ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουλιέται [vu’ʎete]
βουλιέται [vu’ʎete]: του έρχεται η επιθυμία. [αρχ. βούλ(ομαι) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βοτανίζω [vota’nizo]
βοτανίζω [vota’nizo]: καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη, ξεχορταριάζω. [ελνστ. βοτανίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουλιάου [vu’ʎau]
βουλιάου [vu’ʎau]: βυθίζω [βουλιά(ζω) -ου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βλογάει [vlo’γai]
βλογάει (δε) [vlo’γai]: (εκφρ.) δεν υπάρχει (τίποτε). [μσν. βλογώ < ελνστ. εὐλογῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]
βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]: βλασφημάω [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) -οκοπάου < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: ‘μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)].
-
βιγλίζω [vi’γlizo]
βιγλίζω [vi’γlizo]: παρατηρώ. [βίγλ(α) –ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βγάζω [‘vγazo]
βγάζω [‘vγazo]: κηδεύω: ‘Τον έβγαλαν’.
-
βελάζω [ve’lazo]
βελάζω [ve’lazo]: α. (για πρόβατα και κατσίκες) βγάζω φωνή. β. (μτφ.) φωνάζω από τον πόνο: ‘Βέλαξα από τον πόνο’ [μσν. βελάζω < ελνστ. ή αρχ. *βελ(ῶ) (πρβ. ελλην. διαλεκτ. νότιας Ιταλίας βελώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. βελασ- (ηχομιμ., προφ. [be-]), σύγκρ. αρχ. βληχή (προφ. [blε:]) για τη φωνή των προβάτων].
-
βαρυγωμώ [variγo’mo]
βαρυγωμώ [variγo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ < βαρύ+γνωμώ]. Και: https://ilialang.gr/βαρυγγωμώ-varigomo/
-
βαρδουλιάζω [varðu’ʎazo]
βαρδουλιάζω [varðu’ʎazo]: ερεθισμός του δέρματος μετά από τσίμπημα ή επαφή με κτ. [βουρδουλιάζω < βουρδουλ(ιά) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βαρβατεύω [varva’tevo]
βαρβατεύω [varva’tevo]: βρίσκομαι σε σαρκικό έρωτα. [ελνστ. βαρβᾶτος -εύω < λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αχερίζω [açe’rizo]
αχερίζω [açe’rizo]: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο για να έχει τροφή τη νύχτα το άλογο. (Κανελλακόπουλος). [άχυρ(ο) -ίζω].
-
αυτώνω [a’ftono]
αυτώνω [a’ftono]: για να αποφύγουμε το συνώνυμο ρήμα προβαίνω σε ερωτική πράξη: ‘Tην αύτωσε’. [αυτ(ός) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/απαυτώνω-apaftono-ομαι/ Και: https://ilialang.gr/τετοιώνω/
-
αφνιάζομαι [a’fɲazome]
αφνιάζομαι [a’fɲazome]: ξαφνιάζομαι: ‘Αφνιάστηκα έτσι όπως μπήκες!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφόρμησε [a’formise]
αφόρμησε [a’formise]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’]. Και: https://ilialang.gr/αφορμίζω-αφόρμισε/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i