Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • γουρμάζω [γu’rmazo]

    γουρμάζω [γu’rmazo]: α. ωριμάζω. β. χτυπάω άσχημα: ‘Θα σε γουρμάσω στο ξύλο’ (θα σε χτυπήσω πολύ). Και: https://ilialang.gr/γουρμάω-γurmao/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γνατώνω [γna’tono]

    γνατώνω [γna’tono]: πεισμώνω. [τουρκ. inat ‘πείσμα’ < ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γνεύω [‘γnevo]

    γνεύω [‘γnevo]: κάνω νεύμα. [μσν. γνεύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γνεψ- κατά το σχ.: θρεψ- (έθρεψα) – θρέφω < αρχ. νεύω (ανάπτ. [γ] ;)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γνοιάζομαι [‘γɲazome]

    γνοιάζομαι [‘γɲazome]: νοιάζομαι. [μσν. γνοιάζομαι < συμφυρ. εννοιάζομαι + γνώθω ‘γνωρίζω, μαθαίνω΄ (< αρχ. γιγνώσκω με βάση το συνοπτ. θ. γνωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) – κλώθω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γογγύζω [γo’ngizo]

    γογγύζω [γo’ngizo]: εκφράζω δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ., δυσανασχετώ: ‘Ο βοσκός γογγύζει από την κούραση’. [ελνστ. γογγύζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκριτζιανάω [gridzja’nao]

    γκριτζιανάω [gridzja’nao]: γρατζουνάω.  [ηχομιμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γλιέπω [‘γʎepo]

    γλιέπω [‘γʎepo]: βλέπω [βλέπω με τροπή του β σε γ και παραγωγή φωνητικού -ι-]. Και: https://ilialang.gr/γλέπω-γlepo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκουρλίζω [gu’rlizo]

    γκουρλίζω [gu’rlizo]: γουργουρίζω: ‘Το γατί γκούρλιζε’. [ηχομιμητική]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκομιάζω [go’mɲazo]

    γκομιάζω [go’mɲazo]: πλησιάζω κάποιον. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκιάζεται [‘ɟazete]

    γκιάζεται (δε) [‘ɟazete]: (έκφραση) δεν μπορείς να αγγίξεις κάτι εξαιτίας του πολύ διάχυτου πόνου.

  • γκιάζω [‘ɟazo]

    γκιάζω [‘ɟazo]: αγγίζω.

  • γκαρδαμώνω [garða’mono]

    γκαρδαμώνω [garða’mono]: δυναμώνω [αρχ. ουσ. κάρδαμ(ον) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκαβίζω [ga’vizo]

    γκαβίζω [ga’vizo]: αλληθωρίζω. [γκαβ (ός) + -ίζω < βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γιάτρα [‘ʝatra]

    γιάτρα [‘ʝatra]: κοίταξε, δες: ‘Γιάτρα τον πως πάει στον δρόμο’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ -α].

  • γιοματίζω [ʝoma’tizo]

    γιοματίζω [ʝoma’tizo]: γευματίζω. [γευματίζω με τροπή του ευ σε ιό]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γητεύω [ʝi’tevo]

    γητεύω [ʝi’tevo]: γιατρεύω κάποιον με διάφορα γιατροσόφια [μσν. γητεύω < αρχ. γοητεύω ‘μαγεύω΄, ίσως με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ.: γογητεύω και νέα διαίρεση σε (ε)γώ γητεύω ή απλολ. [γoji > j Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γέρνω [‘ʝerno]

    γέρνω [‘ʝerno]: α. κοιμάμαι. β. παρακμάζω [μσν. γέρνω < γείρω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γειρ- κατά το σχ.: σπειρ- (έσπειρα) – σπέρνω, συρ- (έσυρα) – σέρνω < αρχ. ἐγείρω ‘ξεσηκώνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και εξίσωση των αντίθετων σημασιών].

  • γερεύω [γe’revo]

    γερεύω [γe’revo]: δυναμώνω, αναρρώνω: ‘Θα κάνει καιρός μέχρι να γερέψει’ [γερ(ός) –εύω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γεννοβολάου [ʝenovo’lau]

    γεννοβολάου [ʝenovo’lau]: γεννώ συχνά [γεννοβολώ < γενν(ώ) -ο- + -βολ(ώ) -άου].

  • γατιλάω [γati’lao]

    γατιλάω [γati’lao]: γαργαλιέμαι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf